Ως εμφάνιση, ο ανθρωπότυπος αρκούδα δεν είναι απλώς ο εύχοντρος, όπως μας λέει ο ορισμός του Azargled, αλλά ο εύχοντρος και τριχωτός. Η διαφορά της αρκούδας από τον γκάλη και τον γκρηκ λόβερ με τρίχα για πουλόβερ είναι, κυρίως, ότι η αρκούδα έχει τρίχωμα και στην πλάτη (έτσι γίνεται η διαφορική διάγνωση) και επίσης ότι η αρκούδα είναι εύχοντρος, ντουλάπα, με λεπτούς ώμους (αρσενική αχλαδομούνα ένα πράμα) και μεγάλη κοιλιά, ενώ περπατάει και πολύ βαριά.

Ψυχολογικά, είναι καλοκάγαθος κουλ τύπος, ενώ όταν ζευγαρώνει έχει τάσεις να εκτρέπεται στον λουλουκισμό. Νταξ, ο όρος αρκούδα μπορεί να χρησιμοποιηθεί και για κάποιον που έχει μερικές μόνο από τις παραπάνω ιδιότητες.

- Πάρε την αρκούδα πού 'ρθε να κάνει μπάνιο!...
- Πάλι πρέπει να αλλάξουμε παραλjία γαμώ την αγανάκτησή μου, γαμώ!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το air-condition, λόγω περαιτέρω ολίσθησης του σλανγκοσημαίνοντος αρκουδίσιον. Ίσως και λόγω του ότι εν μέσω καύσωνος ευελπιστούμε να βρεθούμε σε περιβάλλον με πολικές, και, -γιατί όχι;-, με βολικές αρκούδες.

Επίσης, το ψέμα, η αρκουδιά, βλ. και αρκούδες.

Και τρίτη αρκούδα αναγκάστηκα να πάρω, μία για την κρεβατοκάμαρα, μία για το σαλόνι, και μία για την κουζίνα να μαγειρεύει η Σούλα, γαμώ την τρύπα του όζοντος, γαμώ!

.. (από MXΣ, 18/08/10)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ἀρκοῦδα λέγεται καὶ τὸ πίλημα ἰνῶν, ἰδίως ὅταν δὲν εἶναι σφικτό (εἶναι δηλ. ἀφρᾶτο καὶ χνουδᾶτο), ὅπως πχ συμβαίνει κάτω ἀπὸ ἔπιπλα, ὅταν δὲν καθαρίζεται συχνὰ ὁ χῶρος.

Ἡ ἐτυμολογία τῆς ἐννοίας αὐτῆς εἶναι διττή:

  • Ἀπὸ τὴν καθ' ὑπερβολήν ἔκφρασι: «Δὲν σκουπίζετε καθόλου, ἀρκοῦδες πιάσαμε ἐδῶ μέσα». Ἡ φρᾶσι αὐτὴ θέλει νὰ δηλώσῃ ὅτι εἴμαστε «τερατωδῶς» ἀσκούπιστοι, ἀλλὰ στὸ μυαλό μας κυριολεκτικοποιεῖται.
  • Ἀπὸ τὴν τριχωτὴ ἐμφάνισι τῆς μπαλίτσας τοῦ χνουδιοῦ, ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ παρομοιασθῇ μὲ ἀρκοῦδα.

Βλ. καὶ μπάμπαλο. Σὲ ἰατρικὸ πλαίσιο ἡ ἔκφρασι χρησιμοποιεῖται κατὰ τὴ διάρκεια ἐπεμβάσεων μὲ χρῆσι μικροσκοπίου, ὁπότε ἡ παραμικρὴ ἴνα (βαμβακιοῦ ἢ ἀπὸ τὸν ἱματισμό), πιασμένη σ' ἕνα μικροεργαλεῖο, φαίνεται στὸ μικροσκόπιο μεγάλη, κι ἂς μήν εἶναι πίλημα.

  1. Δὲν σκουπίζετε καθόλου, ἀρκοῦδες πιάσαμε ἐδῶ μέσα.

  2. [Σὲ ὠτοχειρουργικὴ ἐπέμβασι]
    Αἴας: Δεσποινίς, τὸ ἐργαλεῖο ποὺ μοῦ δώσατε ἔχει ἀρκοῦδα.
    Ἐργαλειοδότις: Ἄχ, συγγνώμιν, δῶστε μου νὰ τὸ καθαρίσω...

Ἀρκοῦδι (από aias.ath, 14/12/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Αρκούδα στις αγορές χρήματος και κεφαλαίου θεωρείται ο απαισιόδοξος άνθρωπος ως προς την πορεία που θα έχει η αγορά, και προεξοφλεί πτώση τιμών.

Οι αρκούδες υπερίσχυσαν στη σημερινή συνεδρίαση του χρηματιστηρίου.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο χοντρός άνθρωπος. Βέβαια χρησιμοποιείται και για τους εύσωμους, τα γομάρια.

  1. - Κρύφτε τα φαγητά παιδιά, έρχεται ο Μπάμπης η αρκούδα!

  2. - Ρε τα έμαθες; Ο Βασίλης χθες πλακώθηκε με το Σπύρο.
    - Ναι ε; Φαντάζομαι τις έφαγε ο Βασιλάκης.
    - Ε ναι λογικό είναι, το μυρμήγκι τι να κλάσει μπροστά στην αρκούδα.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία