Βλάκας, χάφτας, χαζός, ηλίθιος, γκαφατζής.

- Τί κλαίγεται πάλι για γκόμενες ο Πασχάλης ρε μαλάκα; Προχθές με τη Φούλη δεν βγήκε;
- Ε και;
- Τί «ε και»; Δεν τού 'κατσε η Φούλη; Αυτή είναι τρελή παρτόλα.
- Άν αυτή είναι τρελή παρτόλα, αυτός ειναι τρελός σμπόκος. Δέν φαντάζεσαι τι της είπε...
- Τι της είπε;
- Την έχει ρε στο αμάξι και την πηγαίνει σπίτι της. Η γκόμενα μες στα ζουμιά, «έλα πάνω μαζί μου» και «να πιούμε και κάτι ακόμα στο σπίτι» και λοιπά. Ο δικός σου ο αρχίφλωρας τουμπεκί κι ιδρώτας. Σε κάποια φάση αυτή απηυδισμένη, αλλα μες στη γκαύλα, του το πετά στα ίσια, «θέλω νά 'ρθεις σπίτι να με πάρεις».
- Σώπα ρε μαλάκα... Κι αυτός;
- Τη γείωσε. «Επειδή σε πήρα με το αυτοκίνητο νομίζεις οτι θα σε πάρω κιόλας;»
- Έλα ρε τον σμπόκο!...
- Ε τι σου λέω; Η τύπα στο επόμενο φανάρι απλά τον έβρισε και την έκανε. Και τον άφησε με το πουλί στο χέρι.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο χοντρός άνθρωπος, ο οποίος είναι και ατσούμπαλος.

- Κοίτα το σμπόκο ρε μλκ, έσπασε όλα τα ποτήρια λέμε! Καλά κουλός είναι;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία