Η πόση ποτού κατευθείαν εκ του μπουκαλιού. Λόγω έλλειψης ποτηριών ή λόγω άποψης. Θεσσαλονικιώτικο. Λέμε τώρα...

  1. - Θέλεις ποτηράκι με την μπύρα, μωρό;
    - Όχι μωρέ, τσιμπούκι!
    - Ξέρεις δεν έχω κλειτορίδα.
    - Α, καλά, πιάσε μια Amstel...

  2. - Πώς τα περάσατε χθες;
    - «εν σε λέω τίποτα! Τα περάσαμε πίπα, χτυπήσαμε και από 5 μπυρόνια τσιμπούκι δίπλα στο κύμα και γίναμε ντίρλα!
    - Γάμησες;
    - Kαλά, πιάσε μια Amstel...
    - τσιμπούκι, ε;

cheers mate! (από MXΣ, 21/06/12)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Πρόκειται για την πεολειχία, την πίπα, το κλαρίνο, τον στοματικό έρωτα.

Δανειστήκαμε την λέξη από το Τουρκικό çubuk, πού σημαίνει ραβδί ή κλωνάρι και με την σειρά του ετυμολογείται εκ του μεσαιωνικού Περσικού chobag που έχει τον ίδιο ορισμό. Μεταφορικά συνδέεται με το çubuk, την πολυτελή δηλαδή πίπα πού κάπνιζαν οι προύχοντες της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Συνήθως είχε κεχριμπαρένιο επιστόμιο, μακρύ (έως και 1.5 μ) στέλεχος από πολύτιμο ξύλο και πήλινο λουλά.

Στη σύγχρονη Τουρκία, η λέξη αυτή δεν αποδίδει ούτε την σύγχρονη πίπα (είδος καπνιστή), αλλά ούτε και σλανγκιστί το γλειφοπούτσι. Αντίθετα η λέξη boru (εκ τού οποίου και η δικιά μας μπουρού) σημαίνει πίπα και ενέχει σλανγκικές διαστάσεις, όπως και το saksafon.

Γλωσσολογικό συμπέρασμα: το τσιμπούκι υφίσταται Ελληνική σλανγκική αδεία. Το δε σλανκικό δαιμόνιο της φυλής απογείωσε την έννοια σε άλλους γαλαξίες αγγελικών κλαρίνων (βλ. παραδείγματα).

Όταν οι γηραιοί αλβιώνες give a blowjob και οι Γαλάτες σύμμαχοί μας taillent une pipe, το καθ' ημάς γαμαμούτρα περιλαμβάνει επώνυμα τσιμπούκια με σήμα το Λιοντάρι και επιδέξιες πεολ(ε)ιχούδες με μαύρη ζώνη στο τσιμπούκι κι ένα νταν! Eμείς έχουμε τσιμπουκομικρούλικα όρθια τσιμπούκια, δίμετρες τσιμπουκλούδες με παχυλά τσιμπουκόχειλα, πιπινέζες γκουρμέ, πεσκανδρίτσες που από ασχημόπαπα μετουσιώνονται σε κύκνους με τα χυμώδη πεοχειλουδάκια τους καθώς σε πιπώνουν μονοφωνικά τε και στερεοφωνικά και άμα λάχει σου ρίχνουν ναι κάνα χυσόφιλο για τσιμπούμεραγκ!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Χαρακτηρισμός που ακούγεται σε μια πόλη της Κορίνθου (Ξυλόκαστρο). Το τσιμπούκι εκτός από το είδος καπνιστού ή και την πίπα είναι και η καφρίλα-φάρσα-κοροϊδία εις βάρος κάποιου με σκοπό την δημόσια διαπόμπευση ή γελοιοποίηση ανάμεσα σε φίλους. Μπορεί να χρησιμοποιηθεί με θετική ή και με αρνητική έννοια. Επίσης μπορεί να χαρακτηρίσει και ένα ευχάριστο γεγονός.

Χτες έπεσε πολύ τσιμπούκι, ήπιαμε πολύ και γελάγαμε όλο το βράδυ.

Χτες μου είπες ότι θα μου δώσεις δέκα ευρώ και σήμερα μου λες άλλα, μην με τσιμπουκάρεις εμένα.

Χτες ο Μήτσος είπε τεράστια μαλακία, θα τον τσιμπουκάρω για χρόνια.

Τα παιδιά στο σχολείο χτες πιάσαν τον μικρο Αλέξη και τον τσιμπουκάρανε πολύ άσχημα για την μεγάλη μύτη που έχει.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία