Σύνθετη λέξη αρχαιοελληνικής προελεύσεως, και συγκεκριμένα από την Κρήτη, η οποία περιγράφει τη γνωστή κουμπαριά [συν+τέκνο].

Στο πέρας του χρόνου έλαβε διαφορετική διάσταση και σήμερα χρησιμοποιείται ευρύτατα περιγράφοντας οιονδήποτε αρσενικό, επιδεικνύοντας φιλική διάθεση και εγγύτητα.

Στην υπόλοιπη Ελλάδα χρησιμοποιείται ο όρος κουμπάρος ή πατριώτης. Ιδίας σημασίας και ο γνωστός σύντροφος [товарищ - Genosse], που έχει περάσει πια στις καλένδες.

Κρητικό διαδικτυακό ανεκδοτάκι:

Ο σύντεκνος έχει πάει επίσκεψη βραδιάτικα στο σπίτι των συντέκνων του σε κάποιο άλλο χωριό. Το βράδυ, επειδή οι οικοδεσπότες σύντεκνοι δεν είχαν άλλο κρεβάτι, το έβαλαν να κοιμηθεί μαζί τους, στο ίδιο κρεβάτι. Το πρωί που ξύπνησαν, ο ξενοχωριανός σύντεκνος παίρνει τον οικοδεσπότη σύντεκνό του σε μια γωνιά και του λέει εμπιστευτικά με συμπονετική φωνή:

_Σύντεκνε μάθε το πώς η συντέκνισσα δεν είναι μπιστεμένη,

όλη τη νύκτα με τη χέρα της μου την είχε κρατημένη!

Και ο οικοδεσπότης σύντεκνος του απαντά κοφτά:

_Σύντεκνε, εγώ σου τηνε κράτουνα με τη δεξιά μου χέρα,

μη τύχει η αφιλότιμη και πάει παραπέρα!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

«Σύντεκνοι» είναι δύο μεγάλοι σε ηλικία πούστηδες, που μοιράζονται το ίδιο τεκνό.

Λένε ότι τον Ρουβά τον προώθησαν πολύ οι σύντεκνοί του.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία