1. Αλανιάρα κότα, η κότα που δεν είναι περιορισμένη σε κλουβί, μπορεί να περιφέρεται σε περιφραγμένη ή μη έκταση και να τρέφεται με ό,τι βρει... Τα αβγά της αλανιάρας κότας θεωρούνται νοστιμότερα και πιο υγιεινά.

  2. Αλανιάρα τσιπούρα, η τσιπούρα της θάλασσας (σε αντίθεση με αυτήν του ιχθυοτροφείου). Πολύ ανώτερη γεύση και, βέβαια, τιμή.

  3. Αλανιάρα (για γυναίκα), χαρακτηρισμός γυναίκας «του δρόμου» που δε χαμπαριάζει και δε σηκώνει πολλά. Γυναίκα πορπατημένη και πονήρω που είναι μέσα στα πράγματα και σ' αγοράζει και σε πουλάει άμα λάχει!

Η λέξη προέρχεται από τον όρο «αλάνα» που είναι τούρκικης προέλευσης και -στα ελληνικά- σημαίνει ανοιχτό χώρο, κυρίως σε πόλεις, που χρησιμοποιείται για παιγνίδι απ' τα παιδιά και... διάφορες δραστηριότητες από τους μεγαλύτερους! Η αλάνα είναι συνδυασμένη με την αίσθηση ελευθερίας, την απουσία περιορισμών και αυτό ουσιαστικά προσδιορίζει και το επίθετο «αλανιάρης» σε κάθε χρήση του...

Τραγούδι του Βαμβακάρη (στίχοι-μουσική):

Κάθε βράδυ θα σε περιμένω
κι όπου θέλω εγω θα σε πηγαίνω
Θέλω από 'σε να μ' αγαπήσεις, αλανιάρα,
την φλόγα της καρδιάς μου να μου σβήσεις

Γιατί θες μικρό να αναστενάζω
μάγκικο, βρισιές να σ' αραδιάζω
Μια που λες πως είσαι απ' τον Περαία, αλανιάρα,
να 'ξηγιέσαι μάγκικα κι ωραία
Μια που λες πως είσαι απ' την Αθήνα
να 'ξηγιέσαι μάγκικα και φίνα

Κάθε βράδυ ραντεβού μαζί μου
κι όλο εσένα θ' αγαπώ πουλί μου
Έλα πάψε πια μη με παιδεύεις, αλανιάρα,
κι από 'μένα έχεις ο,τι γυρεύεις

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία