Ήδη λεξικογραφημένη, παλαιά έκφραση της αργκό που σημαίνει:

  1. Ταλαιπωρώ, βασανίζω, εξουθενώνω κάποιον (από εδώ).

  2. Καταφέρω ισχυρό πλήγμα, κυριολεκτικά ή μεταφορικά.

  3. Επιφέρω καταστροφή, αναταραχή, σύγχυση, βλ. και την μη υβριστική χρήση της έκφρασης «τα γάμησ' τη μάνα» αλλά και την έκφραση «πουτάνα όλα».

  4. Κάνω μία ενέργεια σε υπερθετικό βαθμό, βλ. την σλανγκική χρήση του ρ. «ξεσκίζω» (π.χ. ξεσκί και του μουνιού το ξέσκισμα), την έκφραση «του δίνω και καταλαβαίνει» αλλά και το λήμμα «-άς, -άς; -ούλα / -αζώτα!». Σημειωτέον ότι τα συμφραζόμενα μπορούν φυσικά να μην σχετίζονται διόλου με το σεξ.

  5. Αλλάζω την εμφάνιση κάποιου προσώπου ή αντικειμένου σε βαθμό που αυτό γίνεται αγνώριστο.

Πιθανές, μη διασταυρωμένες, προελεύσεις της έκφρασης:

α. Από την εποχή που τα πρώτα φανάρια πετρελαίου των δρόμων των μεγάλων πόλεων αντικαθίστανται με φανάρια ασετυλίνης. Επρόκειτο για μεγάλη αλλαγή καθώς η ασετυλίνη (ή αιθίνιο ή ακετυλένιο) καιόμενη παράγει ιδιαίτερα λαμπρό φως (βλ. εδώ και εδώ). Η έκφραση κάλλιστα θα μπορούσε να γεννήθηκε και την εποχή της μετάβασης από την ασετυλίνη στα ηλεκτρικά φανάρια. Σε κάθε περίπτωση, το νυχτερινό θέαμα μιας γειτονιάς ή ενός κτιρίου οπωσδήποτε αλλάζει άρδην, οδηγώντας έτσι, με σλανγκομηχανική, στην εξεταζόμενη έκφραση.

β. Από εδώ: «Οι Βυζαντινοί πολλούς εγκληματίες τους τιμωρούσαν κρεμώντας τους στις ακτές της θάλασσας αφού τους άλειβαν με πίσσα, τους έβαζαν φωτιά στα πόδια και τους άφηναν να καίγονται σαν λαμπάδες. Φαίνεται, μάλιστα, πως οι δολοφόνοι ήταν πολλοί την εποχή εκείνη, αφού για ένα ορισμένο χρονικό διάστημα φώτιζαν τον Κεράτιο κόλπο. Αργότερα, όμως, τους αντικατέστησαν με αληθινούς πυρσούς. Αυτοί, ωστόσο, που ήθελαν να καίγονται οι εγκληματίες, έλεγαν δυσαρεστημένοι: Μας άλλαξαν τα φώτα.»
Άποψη: Γραμματικά και εννοιολογικά μάλλον χλωμή αυτή η ερμηνεία.

Η σλανγκική αξία της έκφρασης υπάρχει μεν, είναι όμως ομολογουμένως πια μικρή, εξαιτίας ίσως της ίδιας της επιτυχίας και της αποδοχής της. Είναι, γενικώς, πολιτικά ορθή για πάρα πολλούς ανθρώπους και περιστάσεις στον προφορικό λόγο (λιγότερο στον γραπτό), έχοντας απωλέσει την αρχική της μαλλιαρότητα.

  1. - Μάνα δεν σε βλέπω καλά, τι έγινε;
    - Ο γιος σου σήμερα μου άλλαξε τα φώτα. Ούτε να φάει, ούτε να κοιμηθεί, ούτε να καθίσει φρόνιμος να πάμε μια βόλτα, τίποτα.
    - Ρε Γιωργάκη, έτσι είπαμε τη γιαγιά;
    - Θέλω πατατούλες...

2α.
- Ωχ μωράκι μου, σε χτύπησα;
- Μου άλλαξες τα φώτα ρε Δέσποινα, πρόσεχε λίγο όταν ανοίγεις τις πόρτες...
- Σμουτς, μουτς, συγγνώμη αγαπουλίνι μου...

2β.
- Σειρούλα πολύ ντάουν είσαι. Τι έγινε;
- Μου άλλαξε τα φώτα ο δίκας, μού 'κοψε την άδεια και χάνω την συναυλία που περίμενα πώς και πώς. Σιχτίρ πια!

  1. Μπήκες στην κουβέντα ρε βάρβαρε και της άλλαξες τα φώτα. Καλοί μαλάκες κι εμείς βέβαια. Ούτε κατάλαβα πάντως πώς φτάσαμε από τα εισιτήρια του μετρό στον Χίτλερ. (άσχετο: βλ. εδώ και εδώ).

  2. - Σας αφήνω για τρία λεπτά και χάνουμε με δεκαπέντε; Πώς έγινε αυτό;
    - Έκανε δυο αλλαγές και μας άλλαξαν τα φώτα στα τρίποντα οι κωλόφαρδοι.

  3. - Τελικά το έκανες το μέηκ όβερ που έλεγες στο σπίτι;
    - Ξεπατώθηκα αλλά τελείωσα. Καινούρια κουζίνα, καινούριο μπάνιο, έριξα έναν τοίχο και άλλαξα έπιπλα στο σαλόνι. Τι να λέμε, του άλλαξα τα φώτα...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία