Επίσης: αναμικιόρης, αναμικιώρης. Θηλ. αναμκιόρα.

Ο ευέξαπτος, μυγιάγγιχτος, αυτός που τσατίζεται με το παραμικρό, ο δύστροπος, ο παράξενος, ο ανάποδος, ο τζαναμπέτης.

Δάνειο και πιθανώς ονοματοποιεία από την Τουρκική με πιθανή ετυμολογία από το kör που σημαίνει καταρχάς τυφλός αλλά και καταραμένος, κακός, άσχετος και άτυχος - αναλόγως της έκφρασης- και το άκλιτο anam που μεταφράζεται ως « Θεέ μου! » ή « μανούλα μου!» (από το ana = μάνα).

Δ.Π. BuBis, Χρήση electron, παραγγελιά Mes, all rights reserved©

- Θεέ μου τι αναμικιόρης είναι αυτός ο Πέρι, με το που του λες να κάνει κάτι, κάνει ακριβώς το ανάποδο… Δεν μπορείς να κάνεις μια σωστή συζήτηση μαζί του… Δεν ξαναβγαίνω μαζί του για μπύρες...
- Αγαπάει όμως ωραία, έχω ακούσει…
- Μάναμ! Και σύ Βρούτε! Το… ετυμολογείς το λήμμα; Kαι δεν σου φαινόταν…

λες να μου στείλει και ΠΜ; (από BuBis, 22/09/09)ΓΑ Πεταλούδας... (από BuBis, 22/09/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία