Από την τούρκικη λέξη iş bitirici, όπου iş=δουλειά και το δεύτερο συνθετικό προκύπτει από το bitirmek=τελειώνω. Ωσεκτουτού, ο άνθρωπος που τελειώνει δουλειές.

Ο ισμπιτιριτζής είναι αυτός που ξέρει όλες τις άκρες, βρίσκει πάντα τον τρόπο, μονίμως ελίσσεται και ποτέ δεν κωλώνει. Μπορεί να το κάνει ως επάγγελμα - είναι αυτός που θα μαζέψει σ' ένα πρωί και τις δώδεκα βεβαιώσεις για τις οποίες ο κοινός θνητός θα παιδευτεί χαλαρά δυο βδομαδούλες. 'Η, μπορεί να είναι ο καλός συνταξιούχος θείος που ξέρει πού θα βρει υδραυλικό ανήμερα της Παναγίας. Είναι ο completer/finisher, που λένε και οι μανατζαραίοι, και, σε σπάνιες περιπτώσεις, είναι και ο πολιτικός που κάτι κάνει τέλος πάντων και δεν λέει μόνον παπαριές.

Ο ισμπιτιριτζής είναι το μόνο εγγυημένο αντίδοτο στην γραφειοκρατική παράλυση, τον σταρχιδισμό και την πανθομολογούμενη έλλειψη υδραυλικών και καλοριφερτζήδων. Και ένας προσωπικός, αποκλειστικός, 24/7 ισμπιτιριτζής, είναι, πέρα από βίλες, κότερα και δίμετρες, η πλήρης καταξίωση και το απόλυτο στάτους σύμπολ.

  1. (Ελευθεροτυπία, 28/12/1998)
    EΔΩ ανθεί το μπαξίσι και βασιλεύει ο «ισμπιτιριτζής» - άγνωστο επάγγελμα στην Eυρώπη. Eίναι ο «ισμπιτιριτζής» αυτός που τελειώνει δουλειές με το αζημίωτο, δουλεύοντας νύχτα-μέρα. Xωρίς αυτόν θα είχε παραλύσει η οικονομία και δεν θα κουνιόταν δραχμή. Aν απεργούσαν οι «ισμπιτιριτζήδες» θα φτάναμε σε οικονομική κρίση χωρίς προηγούμενο.

  2. - Αφού σε είπε ο Βλάσης ότι θα τονε φτιάξει τον λέβητα μέχρι το Σαββατοκύριακο, μην ανησυχείς, θα γίνει... Αυτός ισμπιτιριτζής άνθρωπος είναι, θα τον βρει τον τρόπο και θα την τελειώσει τη δουλειά...

Δες ακόμη: γουίνστον γουλφ, μαγκάιβερ, ο Μπάμπης είμαι, έπεσα!.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία