Το ανέφεραν en passant ο hodjas εδώ και η ironick εδώ.

Σφυρίζω αδιάφορα, κάνω το κορόιδο, κάνω το μαλάκα. Κάνω, δηλαδή, ότι δεν καταλαβαίνω, προσποιούμαι τον ανίδεο για να αποφύγω τις ευθύνες μου, να γλυτώσω από μια υποχρέωση, να μην μπω στα ζόρια. Συχνά, κάνω τον γερμανό ενώ ετοιμάζομαι να την κάνω με ελαφρά πηδηματάκια.

Ο hodjas λέει ότι η έκφραση έκανε την εμφάνιση της στην Κατοχή, και μπορεί νάχει δίκιο. Εγώ πάλι έχω ακούσει ότι το 'λεγαν οι γκασταρμπάιτερ όταν ένας δικός μας έκανε ότι δεν καταλαβαίνει τι του έλεγαν στη γλώσσα του Ομήρου οι άλλοι Ρωμιοί στη φάμπρικα, προφανώς για να λουφάρει. Και η έκφραση καθιερώθηκε όταν, λόγω ηυξημένου τουριστικού ρεύματος, ο Ελλαδικός πληθυσμός γνώρισε τους Γερμανούς από κοντά και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι, σε γενικές γραμμές, δεν έπαιρναν τσάι.

Η έκφραση χρησιμοποιείται πλέον ευρέως και στις εφημερίδες, αν και συνήθως την βάζουν σε εισαγωγικά. Σημειωτέον ότι δεν απαντάται σε θηλυκή έκδοση, δηλαδή και μια γυναίκα κάνει τον Γερμανό, δεν κάνει την Γερμανίδα.

Στην καταχώρηση, γράφω επιτουτού τον γερμανό με πεζό το πρώτο γράμμα και όχι με κεφαλαίο και αυτό γιατί νομίζω ότι η λέξη, σε αυτό το περιβάλλον, έχει αυτονομηθεί πλήρως σχεδόν από τα όποια εθνικά χαρακτηριστικά των Γερμανών. Άλλωστε, μιλάμε για στερεότυπα και μου φαίνεται ότι ο Έλληνας μάλλον δεν θεωρεί τον Γερμανό παρτάκια, βολεψάκια και μάνα καημένη στη λούφα, συνδηλώσεις που σαφώς περιέχει η έκφραση κάνω τον γερμανό. Αντιθέτως, η καρικατούρα είναι ότι ο Γερμανός μπορεί να είναι άνιωθος μεν, είναι, όμως, εργατικός, πειθαρχικός και, βέβαια, και σκληρός, Ναζί κατά βάθος κλπ κλπ.

Το οποίο μου θυμίζει ένα παιδί κουφέτο που είχα γνωρίσει στο Άαχεν το τότε, Καστοριανός ήτανε νομίζω αλλά δεν έχει να κάνει, μιλάμε ΤΟ ρεμάλι - νταβατζιλίκι, κουμάρι σκληρό και χρέη απίστευτα, ο οποίος, εντούτοις, πάρα πολύ εκτιμούσε και θαύμαζε τις κλασικές Γερμανικές αρετές - σκληρή δουλειά, μεθοδικότητα, πνεύμα αποταμίευσης και τέτοια. Κατά συνέπεια, κάθε παρέμβαση του στην κουβέντα - είχε κι ένα αξάν το παλουκάρι - ξεκινούσε «Ο Γερμανόsh, που λεsh, φίλε μου...» και κατέληγε «... άλλο πράμα ο Γερμανόsh, όχι shαν κι εμάsh». Αααυτά. Άλλα χρόνια.

  1. «Κάνει τον... Γερμανό ο κύριος Μίζενς. Ένταλμα σύλληψης για Χριστοφοράκο» (Τίτλος από ΤΑ ΝΕΑ, 21/05/09)

  2. Όταν η δυσκολία παράγεται απο κάποιο άλλο φορέα του δημοσίου, όπως η περιφέρεια, ο δήμαρχος δεν καταπιάνεται να δώσει λύση. Οχυρώνεται πίσω απο την αναρμοδιότητά του και κάνει το Γερμανό. Από εδώ

  3. - Καλά, ρε Ρούλη... αδερφός μου είσαι και σ' αγαπάω... αλλά σου εχω πει ότι η μαμά έχει ανάγκη από κάποια λεφτά κάθε μήνα για τη γυναίκα και μια ζωή κάνεις τον Γερμανό και δεν τσοντάρεις μία... και τώρα πας και παίρνεις στη γυναίκα σου Λουί Βουιτόν τσάντα εξακόσια ευρώ... νισάφι, ρε παιδάκι μου...

Oλλανδική χέστρα με "plateau" για να παρατηρείς τα σκατά σου! (από BuBis, 12/11/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία