Η κοπέλα που είναι η ίδια έγκαυλος ή που προκαλεί καύλαν εις τους άλλους. Ανήκει στην ιδιόλεκτο του σλανγιωτάτου ποιητού Ανδρέου του Εμπειρίκου, πλην ουχί αποκλειστικώς.

  1. ελα τώρα καυλοκοπέλα μου, αφού όλοι ξέρουμε ότι ο Λαγουδάκης σου έχει δώσει το άντερο στο χέρι πόσες φορές. Αφέσου... (Από μπουρδελοσάιτ).

  2. Ἦτο οπωσδήποτε κρῖμα νὰ χάσω καὶ ἐγὼ καὶ ἡ ὑπηρέτρια μία ἐπιπλέον ἀπόλαυση, καὶ νὰ μὴ χαρῶ ἐγὼ μία ἐπὶ πλέον δόσι μουνοχύματος, ποὺ ἀσφαλῶς θὰ ἦτο μπόλικη ὅσο καὶ εὔγευστη καὶ ὡραία... Ἀπεφάσισα λοιπὸν νὰ «αποτελειώσω» τὴν καυλοκοπέλλα, κάνοντάς την νὰ χύσηι, πρᾶγμα ποὺ ἤμουν βέβαιος ἀπὸ τὴν κατάστασίν τοῦ μουνιοῦ της ὅτι θὰ συνέβαινε πολὺ γρήγορα ἂν τῆς τὸ χάιδευα ἔστω καὶ λίγο... (Μέγας Ανατολικός, Τόμος 4, σ. 142).

Υπηρέτρια καυλοκοπέλλα (από Khan, 20/12/14)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία