Κυριολεκτικά, φρένο σε βαρέα και ανθυγιεινά οχήματα. Μεταφορικά, κάτι το απροσδιόριστο, όσο και αποδημητικό. Μεταναστεύει όταν εργαζόμαστε πολύ ή κατόπιν εκπλήξεως.

Κάποιες φορές αντικαθίσταται από το καυλί, το καφάσι, τη μαγκιά, το σκατό και άλλες αφηρημένες έννοιες που ψάχνουν ευκαιρία για να ξεχειμωνιάσουν στους τροπικούς.

.

- Τον τελευταίο καιρό μου έχει φορτωθεί όλη η δουλειά στο γραφείο και μού'χει φύγει το κλαπέτο.
- Άσε, ρε θείο, μια φορά δούλεψες κι εσύ και τό 'κανες Μεσανατολικό.
- Καλά λες. Πάμε για μπύρες;

Βαλβίδα με κλαπέτο (από panos1962, 15/11/09)

βλ. και «μου φεύγει η μαγκιά, το καφάσι, το μπρικολέτο»

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία