Εκ της ελληνικής λέξης «κώλος» και της αγγλικής «lover».
Σημαίνει μεταξύ άλλων:
- με την κυριολεκτική έννοια, αυτός που του αρέσουν οι κώλοι.
με την υποτιμητική έννοια, ο κακός εραστής, της πλάκας.
Προκύπτει από το ρήμα «κωλάβ».
- Τη γυναίκα όταν έρχεται την κοιτάω στο πρόσωπο. Όταν φεύγει την κοιτάω στον κώλο. Αφού σου λέω είμαι... κωλάβερ.