Το μακιγιάρισμα στα καλιαρντά. Από την καλιαρντή λέξη κουλικό που σημαίνει χρώμα και που, όπως παρατηρεί ο Ηλίας Πετρόπουλος, μπορεί να συνδέεται με το γαλλικό couleur (ή άλλη ομόρριζη λατινογενή λέξη με την ίδια σημασία). Σημειωτέον ότι το τελευταίο προέρχεται από τη λατινική λέξη colos (no pun intended) που σημαίνει σκέπασμα, από το λατινικό ρήμα celare (=σκεπάζω, κρύβω) αναγόμενο σε ινδοευρωπαϊκή ρίζα **kel-* με την ίδια σημασία (δες).

  1. Καλά μαρή δεν έχεις δει που η νυχτικιά με τα συννεφάκια είναι σαν της γιαγιάς μου; Θα σου δώκω την άλλη με τις ράντες που κάνει το ντραπάρισμα κάτω απ τα βουτρά και έρχεται και τα ανεβάζει και τα πετάει στη μούρη του άλλου. Αβαλοκουμπούριαστη θα πάει η λουμπίνα. Καλιαρντόκαψα θα την επιάσει. Ισάστακα δυο λεπτά να στη πετάξω. Εσύ στο μεταξύ κάνε και κανά κουλίκωμα να λάμψεις… Κι άμα μετά δεν γίνει κρεβατοδεξίωση εμένα να μην με λεν Μαρίνα!!!!!!! (Αποκατέ).

  2. Μπας κι ήρθε ο καιρός να πετάξουμε τη μάσκα και να δείξουμε τι πραγματικά είμαστε; Όλοι μας. Κι εγώ κι ο άλλος κι εσύ. Ναι εσύ… Γιατί δε το κάνεις; Από φόβο μη και δεν αρέσεις; Από το φόβο μη και μείνεις μονάχος σου; Μη φοβάσαι μωρέ. Στο υπογράφω εγώ η Μαρίνα Ζέας, σε πάω και στοίχημα πως άμα δείξεις το πραγματικό σου πρόσωπο δε μπορεί όλοι να σε κάνουνε πέρα. Σίγουρα σε κάποιον θα αρέσει. Πάω τώρα γιατί θέλω να αβέλω ντρέσες να κάνω κι ένα κουλίκωμα να πάρω και τη μάσκα και να φύγω για το πάρτι. (Αποκατέ).

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε