Κουρμπέτι / gurbet είναι κατ' αρχή η ιερή αποδημία, μια πανάρχαιη μορφή ασκητισμού. Ο μοναχός, αντί να καταφεύγει στην ερημιά, γύριζε τον κόσμο ουσιαστικά ζητιανεύοντας. Άγνωστο πότε άρχισε, οπωσδήποτε μαρτυρείται στην Ανατολή από τον 4ο π.Χ. αι. με τους ἀγύρτας, τους ιερείς της Μεγάλης Μητρός (συνήθως της Κυβέλης) οι οποίοι το συνδύαζαν με την Ιερή Επαιτεία, δηλαδή τον ερανισμό συνεισφορών. Επειδή δε επέστρεφαν συνήθως, αλλά καταχρώντο τα ποσά που μάζευαν, η λέξη αγύρτης έχει πάρει την μειωτική σημασία της σήμερα.

Προφανώς το ίδιο συνέβη και με το κουρμπέτι.

Όσο για τη σημασία της σήμερα στην καθομιλουμένη, βλ. τον ορισμό του Πονηρόσκυλου.

Κουρμπέτ ανά την Λυβικήν και Κυρηναϊκήν έρημον.

(από Khan, 17/05/11)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η πιάτσα, η αγορά, εκεί που γίνονται τ' αλισβερίσια. Υπονοείται ότι είναι ένας χώρος ζόρικος όπου πρέπει νά 'σαι μάγκας και ξήγας για να επιπλεύσεις.

Τη λέξη τη συναντάμε συχνά στα ρεμπέτικα τραγούδια. Από τις συνδηλώσεις προκύπτει ότι στο κουρμπέτι οι μόρτες κονομούσανε τα προς το ζην από διάφορα μυστήρια νταλαβέρια - ουσίες, λαθραία, γυναίκες. Οι δε γυναίκες που είχαν βγει στο κουρμπέτι εκδίδονταν επί χρήμασι.

Έκτοτε η λέξη έχει ενσωματωθεί και, μοιραία, η σημασία της έχει εξασθενήσει. Βγαίνω στο κουρμπέτι σημαίνει πια, πολύ απλά, πιάνω δουλειά και είμαι χρόνια στο κουρμπέτι σημαίνει ότι δουλεύω επί πολύ καιρό, συνήθως σε κάποια εμπορική δραστηριότητα, και είμαι έμπειρος σ' αυτό που κάνω. Τη χρησιμοποιούμε τη λέξη με μια δόση αυταρέσκειας, για να δείξουμε ότι η δουλειά που κάνουμε είναι δύσκολη αλλά εμείς δεν μασάμε.

Η προέλευση της λέξης είναι από το τούρκικο και αραβικό gurbet = ξενιτειά, κάπου μακριά από το σπίτι. Η έννοια αυτή ίσως και να έχει επιβιώσει στην γνωστότερη ίσως χρήση της λέξης στα ελληνικά από τον Βαμβακάρη (βλ. παράδειγμα 3)

Σχετικό λήμμα: βέρι

  1. (Η πρώτη στροφή από «Το κουρμπέτι» του Τσιτσάνη)

Στο κουρμπέτι μια και θες να βγεις
πρόσεξε ρε βλάμη να μη τσαλακωθείς
κι αν θα σε πάρουνε χαμπάρι οι μάγκες
και θα σου κάνουνε μεγάλες ματσαράγκες.

  1. (Από το «Το Ταράφι και η Πιάτσα» των Πλέσσα-Καλαμαριώτη - ρεμπέτικο μαϊμού, πρώτη εκτέλεση Γιάννης Ντουνιάς)

Για δες πως την φερμάρουν στο γκεζί
Μες στο κουρμπέτι για τα σέα και τα μέα
Κάτι σαΐνια μαστοράκια στο γαζί
Και την βολεύουνε κιμπάρικα κι ωραία

Το ταράφι και η πιάτσα
Θέλουν μόρτη από ράτσα

  1. (Η τελευταία στροφή από το «Όλοι οι ρεμπέτες του ντουνιά» του Βαμβακάρη)

Όλοι οι κουτσαβάκηδες
που ζούνε στο κουρμπέτι
κι αυτοί μες στην καρδούλα τους
έχουν μεγάλο ντέρτι

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η παράδοση, ή η τέχνη που περνάει από γενιά σε γενιά. Η βαθιά γνώση ενός αντικειμένου.

Ο Τάκης είναι μεγάλη πουτάνα σ' αυτά ρε, χρόνια στο κουρμπέτι. Δεν πρόκειται να το χάψει σου λέω!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία