Η χρήση αόριστου ή παρακείμενου χρόνου ως μέλλοντα, που εκφράζει την απόλυτη βεβαιότητα ή συμφωνία του ομιλητή για κάτι που αναμένεται ή προτάθηκε να γίνει. Για έμφαση συντάσσεται και με τα χρονικά ήδη, κιόλας.

Προέρχεται φαίνεται από το υποθετικό σχήμα «πες/θεώρησε ότι (αυτό που ειπώθηκε) έγινε/έχει γίνει», με αποκοπή του κύριου μέρους για λόγους συντομίας.

Το φαινόμενο δεν είναι αποκλειστικά αργκοτικό, ούτε και καινούργιο (βλέπε πρώτο παράδειγμα), αλλά στην αργκό χρησιμοποιείται πολύ πιο γενικευμένα.

  1. Όπως είπαμε, φεύγω εγώ πρώτος κι' ακολουθείς στα πέντε μέτρα, εντάξει;
    Έγινε.

  2. — Κατα τί ώρα θά 'ρθετε λέτε;
    Φύγαμε κιόλας ρέ σε ένα τεταρτάκι θά 'μαστε κεί.

  3. — Πάμ' τα πιούμε το βραδάκι;
    Έχουμε ήδη πάει κι' έχουμε γίνει και ντίρλα μή σου πώ.

Ακόμη: έφυγες, τα είπαμε/τα λέγαμε. Δες και αόριστος αντί προστακτικής.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία