Η μακαρίτισσα η γιαγιά μου, η Πολίτισσα, όταν έκανα σκανδαλιές στην παλιά ΣαΛονίκη, με φώναζε εκτός από μουσίτσα, σαψάλη, τεβεκέλη (any αηδία;), πεζεβένγκη (να το πάλι το νγκ...) αλλά και μισκίνη.

Έπιασα που λέτε τον εαυτό μου προχθές να επαναλαμβάνω τις ίδιες λέξεις στο παιδί μου!

Για να μαθαίνουν οι νέοι λοιπόν αλλά και να ενθυμούνται οι παλιοί, το μισκίνης προέρχεται από το Τούρκικο miskin που σημαίνει λεπρός αλλά και γενικά βρωμιάρης και ακατάστατος (αλλά και λέπρα και λεπροκομείο).

Αχ, τι ωραίες εποχές που ακόμα και το μπινελίκι ήταν αθώο, μάθαινες ξένες γλώσσες και αποκτούσες και ιατρικές (αλλά όχι ανατομικές) γνώσεις!

  1. Γιαγιά: Δεν θα σε πιάσω στα χεριά μου βρε μισκίνη, θα σου κόψω τα πόδια!

  2. Εγώ: Δεν θα σε πιάσω στα χέρια μου βρε μισκίνη, δεν θα σου αγοράσω τίποτα από το Jumbo το Σάββατο!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία