Απαντάται στην Κρήτη –πρέπει να αλλάξω γεωγραφικό διαμέρισμα, νομίζω...– και ολόκληρο είναι: «μου αγγίζει (ενν. τα νεύρα)».

Συνώνυμο του «μου τη δίνει», «με εκνευρίζει», «μου την παίζει» –κι αυτό το τελευταίο πάλι σε αποκλειστική χρήση στη μεγαλόνησο.

Περικλής: Είδα τη Λίλιαν χθες με το νέο αμόρε, καμαρωτή-καμαρωτή! Μού 'γγιξε ρε μαλάκα!
Φίλος Πέρι: Υπομονή, ντουντ.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ιδιωματική χρήση του ρήματος «γκίζω» (αγγίζω) από την Κρήτη –το ρήμα κλίνεται κανονικά, μέχρι και προστακτική «γκίξε» υπάρχει, γι' αυτό δε βάζω απόστροφο.

Σημαίνει «μου τη σπάει», «μου τη δίνει (στα νεύρα)», με εκνευρίζει, με χαλάει. Ακουμπάει «γυμνό νεύρο» που λέει και ο Papahelas.

Μου γκίζει που τα πάντα μου γκίζουνε...

(το motto ενός προφάνουσλυ Χανιώτη από φόρουμ ποδηλασίας –τα Χανιά έχουν παράδοση στο άθλημα).

και εγένετο... (από xalikoutis, 25/05/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία