Λέξη την οποία ουδέποτε κατανόησα για να είμαι ειλικρινής, αν και λέγεται κατά κόρον (λεγόταν στα ογδόνταζ πιο πολύ).

Δεν είναι η γνωστή μας μουνίλα, η δε κατάληξη -ίκλα δεν έχει εδώ τον ρόλο που έχει στα άλλα εις -ίκλα (βλ. σχόλιο στο συντηρίκλα). Είναι κάτι σαν υπερθετικός της ύβρεως μουνί, νομίζω.

Εμένα μου δίνει την εντύπωση ότι είναι λέξη «αμηχανίας»: υπάρχουν στιγμές που θέλουμε να εκφραστούμε έντονα και μας βγαίνει μια λέξη η οποία όμως δεν επαρκεί, πάμε να την εμπλουτίσουμε μεγαλώνοντάς την με κάποιο συνθετικό ή προσθέτοντας άλλες λέξεις στο πλάι της, αλλά φρενάρουμε γιατί δεν μας έρχεται τίποτα στο μυαλό και τελικά γαμιέται το θέμα και λέμε μια ανύπαρκτη μαλακία και μισή. Κάπως έτσι μου φαίνεται ότι δημιουργήθηκε αυτή η λέξη. Φρέναρε στο -κ- και μετά πήρε αναγκαστική κατάληξη.

Παρόλ' αυτά είναι βαριά βρισιά.

ΕΣΥ είσαι το κομματόσκυλο, χοντρομαλάκα της δεκάρας, μουνίκλα της βροχής. (από το νέτι)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε