Το μικρο-έδεσμα, αλμυρό ή γλυκό.
Συνώνυμο: ψιψιψόνια
- Ρε συ, αδυνάτισες! Δίαιτα;
- Μπα, απλώς έπηξα με τα πολλά φαγητά και τό 'χω ρίξει στα μπινελίκια.
Το μικρο-έδεσμα, αλμυρό ή γλυκό.
Συνώνυμο: ψιψιψόνια
- Ρε συ, αδυνάτισες! Δίαιτα;
- Μπα, απλώς έπηξα με τα πολλά φαγητά και τό 'χω ρίξει στα μπινελίκια.
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Τουρκικής προέλευσης λέξη (binlik) που σημαίνει χαρτονόμισμα χιλίων λιρών. Δηλώνει γενικά την μεγάλη ποσότητα πραγμάτων.
Είχε πολλά μπινελίκια στο τραπέζι.
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Δημοσιεύτηκε
Το γλυκό -συνήθως ανατολίτικης προέλευσης- που είναι τίγκα στο σιρόπι. Ένας τρώει, δύο παθαίνουν ζάχαρο. Είναι ό,τι πείς για χέσιμο.
Μπινελικώθηκα σήμερα με κάτι μπινελίκια απίστευτα. Μπινέδιασα σου λέω με τόσα σορόπια...
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Δημοσιεύτηκε
Αισχρό βρίσιμο, που μόνο μπινές θα μπορούσε να εκφέρει...
Μεζεδάκια πικάντικα και μικρής ποσότητας συνήθως, που συνοδεύουν «σκληρά», «πατροπαράδοτα» οινοπνευματώδη (ούζο, τσίπουρο, κλπ)
-Όταν τον συνάντησα τον πούστη, τού 'ριξα κάτι μπινελίκια που δεν ήξερε από πού τού 'ρθαν!!
- Καλά, χθες, στο τάδε μαγαζί που πήγαμε για ουζάκι, είχε και κάτι μπινελίκια!!
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία