Παπαλιάζω, παρατ.: παπάλιαζα, στιγμ. μέλλ.: θα παπαλιάσω, αόρ.: παπάλιασα, μτχ.π.π.: παπαλιασμένος.
Ολοκληρώνω κάτι, κάτι εξαντλείται ή φτάνει στο τέλος του.
Σ.ς.: Στο gameslife κάθε διαγωνισμός που τελειώνει, τρώει στην εικόνα του μια σφραγίδα που γράφει «ΠΑΠΑΛΑ» (δες εδώ). Ε, κάπως έτσι προέκυψε το «παπάλιασμα» των διαγωνισμών και κατόπιν της σχετικής επεξεργασίας, ο όρος γενικεύτηκε.
Τώρα, παπαλιάζω μια στιγμούλα τις γαμοεργασίες και έρχομαι να λιώσουμε στο Pro.
«Δημητράκη, όπως έρχεσαι σπίτι, σταμάτα στο τυράδικο του κυρ-Αριστείδη και πάρε μισό κιλό φέτα γιατί παπάλιασε».
Ο διαγωνισμός παπαλιάστηκε και οι νικητές θα ανακοινωθούν σύντομα (πηγή).
Προσοχή: να μη χρησιμοποιείται κατά τη διάρκεια της σεξουαλικής πράξης αφού δεν ταιριάζει επ' ουδενί με το κόνσεπτ (π.χ. «Παπαλιάζω μωρό μου, παπαλιάζω»).