Στη Κυπριακή καθομιλουμένη, η λέξη χρησιμοποιείται με την έννοια του κερατά, δηλαδή κάποιου που του τα φορά η γυναίκα του.

«ρε τον ππουστοπεζζέβεγκον ιντα με περιπέζει;
λαλεί εν εις τον καφενέν ττάβλιν μιτά σου παίζει... » από εδώ.

Επίσης, ορισμός: «ππεζεβένγκης (ο) ουσ. (πληθ. οι ππεζεβένγκηες) ο κερατάς»

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο νταβατζής, ο μαστροπός. Τούρκικη λέξη. Κατ' επέκταση, όποιος συμπεριφέρεται σαν νταβατζής, τσάτσος κ.ο.κ.

Είναι κι ο πεζεβέγκης που θέλει το νταβατζιλίκι του, βλέπεις...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία