Υποδηλώνει την έντονη σεξουαλική διάθεση ενός θηλυκού στο χώρο ανάλογα με το ντύσιμό της, τη γλώσσα του σώματός της κλπ.

- Ποποο φίλε, πάρε κωλαράκι στα δεξιά!!
- Αμάν πώς ήρθε έτσι αυτή καλέ, όλα έξω τα 'χει.
- Άσε, φίλε, ψάχνεται το μωρό μου φαίνεται.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

  1. Γιαλομιά για κάποιον που κάνει δουλειά με τον εαυτό του, ψάχνεται με την εσωτερικότητά του, αναζητεί τα βαθύτερα αίτια της ψυχοσύνθεσής του. Βλ. και την μετοχή ψαγμένος και το ψαγμενιά.

  2. Τρώω αναπάντεχο χτύπημα και δεν ξέρω τι μου συνέβη. Κυριολεκτικά, ψάχνομαι να δω αν μου λείπει κάνα κομμάτι.

  1. Μήτσο μ', θέλω να ψαχτώ λίγο, γιατί δεν είμαι ευχαριστημένη με την σχέση μας και θέλω να τα βρω πρώτα με τον εαυτό μου.

  2. Θα μας κάνει κάνα ντου η Τουρκία και θα ψαχνόμαστε.

βλ. και αυτοψυχοψάξιμο

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Είμαι εξαιρετικά ανήσυχος. Θέλω επειγόντως κάτι να γίνει. Πάω γυρεύοντας.

  1. Τώρα τι θες; Ψάχνεσαι να τις φας;

  2. Ψάχνομαι για σχέση. Βαρέθηκα να είμαι χαν σόλο.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία