Σκαλπ στα αγγλικάνικα είναι το τριχωτό μέρος της κεφαλής. Οι Αμερικανοί Ινδιάνοι έκοβαν το σκαλπ ή μέρος αυτού από τα «χλωμά πρόσωπα», σαν λάφυρο πολέμου ή μάχης, εξ ου και το σκάλπινγκ.

Σήμερα χρησιμοποιούμε τη λέξη σκαλπ κυρίως με δύο έννοιες.

  1. Η έκφραση μου φεύγει το σκαλπ λέγεται για να εκφράσει μια τεράστια έκπληξη ικανή να σου πάρει τα μυαλά.

Αντίστοιχα: μου φεύγει το τσερβέλο, κουφάθηκα, unpisteftable, unpisteutable.

  1. Επίσης, μπορεί να ειπωθεί και θα σου πάρω το σκαλπ, εννοώντας θα έχει καταστροφικές συνέπειες για σένα η πράξη σου, θα σε τιμωρήσω.

Αντίστοιχα: θα σου γαμήσω ό,τι έχεις και δεν έχεις, θα σου σπάσω το κεφάλι, θα σε κάνω σουμπούτεο, θα σου πάρω την παρθενιά.

  1. — Τι είπε τώρα το άτομο ρε; 0–100 σε 4,5 δευτερόλεπτα με το σιμπιζάκι; Θα μας τρελάνει;
    — Ναι ρε και εγώ μόλις το άκουσα μου έφυγε το σκαλπ. Δεν πάει καλά ο άνθρωπος...

  2. (Σε τάξη λυκείου)
    — Λοιπόν μαλάκες, όποιος με ξαναπειράξει θα του πάρω το σκαλπ στεγνά, δεν κάνω πλάκα.
    Θα μας κλάσεις μια μάντρα αρχίδια...

(από notheitis, 29/05/10)(από notheitis, 29/05/10)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία