Η χυδαία γλωσσολογία το θέλει μετάφραση της γαλλικής λέξης τουπέ* που κυριολεκτικά σημαίνει φράντζα (ή αφέλειες) και μεταφορικά ακριβώς αυτό που σημαίνει και στην τρέχουσα χρήση στα ελληνικά: την συμπεριφορά που έχει ο ψηλομύτης, την επιδεικτική αδιαφορία που πηγάζει από την ανωτερότητα που αισθάνεται ο φραντζούχος (ή ο αφελής). Έτσι κι αλλιώς ποτέ δεν κατάλαβα τη διαφορά.

Η προχωρημένη, ελληνοκεντρική γλωσσολογία, που μένει μακρυά από την ψευτοπροοδευτική, ψευτοαναρχική και ψευτοαριστερή (που έλεγε και ο κυριάκος βελλόπουλος όταν ακόμα πούλαγε γλιγλία) προπαγάνδα, αποδίδει τις προφανείς ελληνικές ρίζες στον όρο, αν και οι γνώμες των εθνικοφρόνων διχάζονται.

Είτε προέρχεται από νταχτιρντιστικό κούπε-πέ, με διπλή παραλλαγή του κάπα σε ταυ και βαριεστημένη παράλειψη, αποδίδοντας την τραυματική παιδική ηλικία και την έλλειψη στοργής που αντιμετώπισαν οι τουπούχοι κατά τον απογαλακτισμό, είτε από την ισπανοφανή απόδοση ιδιοκτησίας στον Πέπε, υποκοριστικό του Περικλής, με σύνθλιψη του εσωτερικού αναδιπλασιασμού. Χέσε μας τώρα με το μαλάκα που φωτογραφιζόντουνε με την περικεφαλαία, λες και αυτός ήντουνε και άλλος δεν ήντουνε...

*γαλλικά στο κείμενο

  1. - Κοίτα τουπέ το μαλακιστήρι, που με το που πήρε το γκάμπριο δε μας μιλάει!

  2. (σε πρόβα μπλακ μέταλ συγκροτήματος)
    - Μαλάκες, ακούστε ρυθμό που σκέφτηκα για το κουπλέ: τουπέ-τουπέ-τουπέ-τουπέ-τουπέ-τουπέ-τρρρρρρρρρρ-τσσσσσσς-τουπέ-τουπέ-τουπέ.
    - Καλά, μαλάκα, γαμεί! Μην το πάρεις και πάνω σου όμως...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία