Η γηραιά κυρία, άκα: τζατζόγρια, γριέντζω, ξεκωλόγρια, νίντζα.
Μη πάει ο νους σε τζιλφίδιο, μιλάμε για épouvantable εσχατόγρια.
1.
Τα κρε-μαστάρια φτάναν μέχρι το πάτωμα. Και πυγμαίος να ήμουν, πάλι τα φτανα. Απάλευτη γρια τζάτζω :p
2.
- Το τζινάκι και το μπλουζάκι με το γιακαδάκι, κάτι ανάμεσα σε παιδούλα και γρια τζάτζω.
-
- Ε οχι και κουκλιτσα. η τζατζω.
- τί είναι τζατζω;;;;
- Τσουρόγρηα
- Τζατζογρια, τσουρογρια οπως ειπωθηκε.
(από το φατσομπούκι)