Καλιαρντή λέξη σύνθετη εκ των τζάζω (=διώχνω), μπερντέ (=λεφτά) και πουρό, οπότε σημαίνει τον εθνικό ευεργέτη, ως έναν ηλικιωμένο κύριο που πετάει τα λεφτά του.

Σας αβέλω λατσαβαλέ, αβρακιάζομαι η γκουργκουτσελού, γιατί δικέλω όλες τις ζουγκλολουμπίνες, τις λούγκρες, τους γκραν τζαζμπερντεπουρούς και θεόμπαρα που γκουρτσαλιάζουν θρονιασμένοι παραντίκ στο Γραικοκάθικο. (Ένας πούστης να μιλήσει!).

(από Khan, 27/03/15)(από Khan, 27/03/15)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία