#1
stauros

στο στην καραπουτσακλάρα μου

Ἀγαπητοὶ Φίλοι,

νομίζω ὅτι ἐδῶ ἔχομε νὰ κάμωμε μὲ παρετυμολογία. Ἡ πρότασίς μου εἶναι ἡ ἑξῆς (βλ. καὶ λῆμμα: https://www.slang.gr/definition/28862-karapoutsaklara):

ΕΤΥΜ. < καρα- (τουρκ. α' συνθ. kara- “μαύρη, μεγάλη”) + ποῦτσ(α) (ἀβεβ. ἐτύμου, ἴσως < ἀρχ. πόσθη “δέρμα ποὺ περιβάλλει τὸ πέος”, ἢ < ἰταλ. puzzo “δυσωδία”. Ὀλιγώτερο πιθ. < τουρκ. puç “σχισμὴ γλουτῶν”, ἢ < σλαβ. butsa “προεξοχή”) + -ακλ(α) (μεγεθ. ἐπίθημα θηλυκῶν οὐσιαστικῶν μὲ σκωπτικὴ σημασία) + -αρα (μεγεθ. ἐπίθημα θηλυκῶν οὐσιαστικῶν).

ΣΗΜΑΣ. ἀρχικὴ σημ. “πάρα πολὺ μεγάλη ποῦτσα”.