Όταν λες «μιτσιά»;
Μάλλον απόφασίσανε να του χωρίσουνε, αφού όταν τους έβαζαν μαζί («οδός Καραολή και Δημητρίου») το αποτέλεσμα ήταν η ...συγχώνευση σε οδό «Δημ . Καραολή»!
Κι εγώ (264 ΕΣΟ) το ίδιο ξέρω ότι ισχύει και είναι χαρακτηριστικό ότι το τατσόσημο απονέμεται μόλις 1 μήνα περίπου πριν την απόλυση του τσάτσου, για να επιβραβεύσει τις αρετές που αναφέρθηκαν και που επέδειξε ως απλός φαν τους προηγούμενους μήνες της θητείας του.
Εχμ, στο παράδειγμα ολίγο το γαμήσαμε και ψόφησε (βλ. λήμμα).
Κωλοσκάμπιλο, εν ολίγοις.
Να διευκρινιστεί ότι πρόκειται για διάσημο διαφορετικό από το «τσατσόσημο» του Υποδεκανέα Στρατού Ξηράς, βυσσινί ταμπελάκι με καρφίτσα, δηλωτικό των ξεχωριστών ικανοτήτων στο σπιούνιγκ και το λείχειν του κατόχου του.
Υπάρχει και το αντίστροφο φαινόμενο, η οδός «Δημητρίου Καραολή», όπου οι δυο Κύπριοι αγωνιστές και εθνομάρτυρες Καραολής και Δημητρίου, γίνονται ...ένας.
@knasos: Ο τυπάς που γαμεί το μελαχροινό στη σαιζ-λόνγκ, αφότου ο Δρ έχει αποκάμει και κάθεται σε δεύτερο πλάνο και μουρμουρίζει τις μπούρδες του, μιλάει σπαστά ελληνικά με κυπριακή προφορά, το πρόσεξες;
Ελληνικής παραγωγής μεν, με ξένα μοντέλα δε! Ο μόνος Ελ που έπαιζε ήταν ο Δρ Ντίνος, ο οποίος όμως αποδείχτηκε ένας φλύαρος μαλακοκαύλης χαμηλών επιδόσεων. Αν προσέξεις μάλιστα, σε κάποια φάση, χαλλλαρώνει τόσο, που βγαίνει εκτός πεδιάς και ακολουθεί μοντάζ (cut! cut!).
Ίσως οι κατηγοριοποιήσεις που παρέχονται χρειάζονται μια επεξήγηση, μια και πρόκειται για jargon, ώστε να μπορούμε να κατατάσσουμε σωστά τα λήμματα μας.
(και συνεχίζει) ...Τραβάς κάνα ζόρι, ε; Όχι, άμα τραβάς πες μου κ.λπ., κ.λπ....
Η αριθμητική μαλακία:
Τρεις εφτά εικοσιμία
-Τράβα, γέρο, μαλακία
-Δεν μπορώ, μωρή γριά
Μου σηκώθηκε στραβά.
Έτς όπως το παίαμε εμείς, η διαδικασία «μπι δε μπι» εχρησιμοποιείτο για να κρίνει ποιά ομάδα θα πάρει τη μπά3λα για να ξεκινήσει την πρώτη επίθεση. Στο «μπι δε μπι» λοιπόν, αν ο παίχτης ευστοχούσε, η μπά3λα πήγαινε στην ομάδα του, και αν όχι, στην αντίπα3λη. Υπήρχε και η 3λιγότερο «black or white» εκδοχή του «μπι δε μπι», που 3λεγότανε «μπι μπι»: Σε αυτή, σουτάρανε ενα6λάξ δυο παίχτες από διαφορετικές ομάδες και την μπά3λα κέρδιζε η ομάδα του παίχτη που ευστοχούσε πρώτος.
Μια άλλη ιδέα, δανεισμένη από τη μουσική σημειογραφία, θα ήταν η εισαγωγή στο γραπτό λόγο της έννοιας του παρεστιγμένου: Σε μια μουσική παρτιτούρα, όταν μια νότα ακολουθείται από μια τελεία (.), η αξία της προσαυξάνεται κατά το ήμισυ της. Για παράδειγμα, όταν ένα ήμισυ (ρ) είναι παρεστιγμένο(ρ.), διαρκεί ήμισυ συν το ήμισυ του ημίσεος, δηλαδή μισό και ένα τέταρτο (ή τρία τέταρτα). Κατ΄ανάλογία, το λ παρεστιγμένο (λ.) θα διαρκεί όσο 1,5 κανονικό λ. Π.χ. καλ.ά κρασά, αν δε βρέξεις κώλ.ο ψάρι δεν τρως, κ.λ..π.
Λ΄εμύ μπουκαλιόν σ' ε λ' ινό πανύ.
Kάπου ανάμεσα στα δύο αυτά άκρα βρίσκεται ο όρος «τομπαίρνουλας».
Τώρα ξέρουμε από που βγαίνει και το «Σε γαμώ και κλάνεις / και παιδιά δεν κάνεις»
Ας καθιερωθεί το λλλ, λλλοιπόν.
Μια καλλλή ιδέα, θα ήταν όπου κανονικά υπάρχει ένα λ να γράφονται δύο και όπου κανονικά υπάρχουν δυο, να γίνονται τρία, π.χ. «αλλληλλεγγύη».
Στω για τη διευκρίνηση. Για όσους δεν τους πολυκάθεται οπτικά, θα μπρούσαμε αντί για 3λ, να το αποτυπώσουμε ως λ με εκθέτη 3. Πήγα να το κάνω κι εδώ με copy-paste από Word, αλλά δεν μού 'κατσε.
Σωστό το λλλ. Μήπως θα μπορούσαμε να καινοτομήσουμε, πρσθέτοντας και αριθμούς ανάμεσα στα γράμματα, ώστε να το κάνουμε και πιο συμαζεμένο; Πχ: Σα3λονίκη. Νομίζω ότι στο Κυρι3λικό αλφάβητο, υπάρχει ένα γράμμα σαν 3.
Sure like to ball!
Η βουλγάρικη προφορά (ταυτόσημη με τη λεγόμενη «σλαβομακεδονική») διακρίνεται από τη χρήση του τ αντί του θ, π.χ. κριτάρ αντί κριθάρι, Στάτης αντί Στάθης, Ατάνας αντί Αθανάσιος κ.λπ. και από την έλλειψη του τελικού -ν, π.χ. τη Κυριακή, τη πόρτα. Δεν νομίζω ότι κανείς διακρίνει τη διακρίνει από το -λ-. Από την άλλuη, στη Σαλuονίκη υπάρχει έντονο το Πολuίτικο στοιχείο -δεν είναι τυχαίο ότι το κέντρο της παλιάς αγοράς ονομάζεται Μπεζεστένι, όπως ακριβώς και συμβαίνει με το κέντρο του Καπαλu τσαρσί- και επομένως, μαζί μ΄αυτό, και το λu.
α!