Με τίποτα όμως δεν σημαίνει μαλάκας, φλώρος, κλπ.
Η έννοια (που είναι μία) δεν είναι αφηρημένη και σημαίνει τα χαμηλά κοινωνικά στρώματα, αυτό που λέμε «λαουτζίκος» ή «πόπολο» με σαφέστατα υποτιμητική διάθεση, σαν να τους αποκαλούμε με άλλα λόγια παρακατιανούς ή μπασκλασαρία.
Λέξη γέννημα άλλων εποχών που η κοινωνική διαστρωμάτωση ήταν ευδιάκριτη και η αριστοκρατία ή/και η μπουρζουαζία ευλογούσαν τα γένια τους μειώνοντας άλλες κοινωνικές τάξεις (αγρότες, εργάτες). Σήμερα που όλοι έχουμε γίνει λίγο έως πολύ αστοί ανεξάρτητα από το που ζούμε και τι επάγγελμα κάνουμε σημαίνει απλά τον «κοσμάκη» με την νότα του παρακατιανού ωστόσο να παραμένει.
Π.χ. νεόπλουτη κότα που μιλάει (ξιπάζεται) στο τηλέφωνο με άλλο ζώον της συνωμοταξίας της: «α παπαπα.. εγώ χρυσή μου, ούτε που διανοούμαι να πάω τον Αύγουστο στην παραλία με όλη την πλέμπα, ευτυχώς έχουμε πισίνα!»
ποιητές εκ του προχείρου
μα με αντίληψη γαμάτη
σουρεάλες διόλου μεθυσμένοι
ξέρουνε πολύ καλά τι λένε
(άμετρο στιχούργημα, όπως λέμε κακούργημα, για τους φίλους Vrast και Gatz)
Χωρίς να γνωρίζω την σημασία της λέξης στα τουρκικά, στα ελληνικά έχω την εντύπωση ότι έχει και την έννοια του αναξιόπιστου ανθρώπου, του απατεώνα, αυτού που γυρίζει τα λόγια του, το αντίθετο δλδ του μπεσαλή (εκτός από αυτή του δύστροπου και του γκρινιάρη). Αν κάνω λάθος διορθώστε με.
Σίγουρα από τις κλασικούς χαρακτηρισμούς / λέξεις που είναι σωστό να είναι καταχωρημένες (προσωπική άποψη).
το μουνί και το χταπόδι όσο το χτυπάς απλώνει
[μπάχαλο το κάναμε το λήμμα του Gatzman]
δηλαδή έχουμε και λέμε:
οι γερμανοί καθαρίζουν (putzen),
οι ιταλοί βρωμίζουν (puzzo/a=βρωμιά, προφέρεται «πούτσο/α»)
και οι έλληνες γαμάνε (χρειάζεται επεξήγηση;)
3 σε 1!
μπα δεν πιστεύω γιατί νηστεύω
ρεύομαι και κλάνω, λες απόψε να πεθάνω;
μήπως ο τύπος στο παράδειγμα να δοκιμάσει να προτείνει εναλλακτικές μεθόδους αποτρίχωσης μπας και αποφύγει την πόρτα σε μελλοντική κρούση;
:-Ρ
χωρίς να βάζω το χέρι μου στη φωτιά το «μπιτ» είναι τουρκικής προέλευσης (υποθέτω γι αυτό μιλάμε κι ας έχει αποδοθεί «μπήτι», μάλλον γιατί προφέρεται με «ι» στο τέλος σε κάποιες περιοχές;).
τώρα για το αν έχει σχέση με το αγγλικό bit ιδέα δεν έχω, αν ξέρει κάποιος ας δώσει τα φώτα του. πάντως φήμες ότι στους άγγλους δεν άρεσε το «καθόλου» και ρίξαν το κάτιτις παραπάνω για να το κάνουν «λίγο» ελέγχονται ως ανακριβείς.
ο Αίολος την είδε «πέολος»!!!
τα σέβη μου!
Όντως είναι οξύμωρο κι ενδιαφέρον, το «ξε» (από το «εκ») λογικά και συνήθως είναι στερητικό. Λέμε πχ. ξετροχιάστηκε, δηλαδή εκτροχιάστηκε, βγήκε εκτός / στερήθηκε της τροχιάς του.
Κάτι (υγρό προφανώς) από το οποιό αφαιρείται νερό, λογικά αυξάνει τη σύστασή του, τη δύναμη της ουσίας του. Όταν ρίξουμε νερό στο κρασί (σας το έκαναν οι μεγάλοι όταν είσασταν μικροί;) δε λέμε «ξενερώνω το κρασί» αλλά «νερώνω το κρασί». Μάλλον όμως γίνεται αυτή η ανάποδη χρήση λόγω του εύηχου και του πιο πιασάρικου της λέξης (λέω τώρα).
Οπότε, κάθε άλλον παρά ...Άλλαν Ντάλον, ironick! ;)
Κλασικά και οι υδραυλικοί καθώς η φύση της εργασίας τους αναγκάζει τους εκπροσώπους του συμπαθή κλάδου να εργάζονται πλειστάκις διπλωμένοι. Βέβαια αυτό το θέαμα εμφάνιζαν οι παλιότεροι επαγγελματίες του είδους καθώς τη σήμερον έχει καθιερωθεί πλέον φόρμα εργασίας.
Τέλος πάντων το ξενέρωσαμε εντελώς :-[
Ας επιστρέψουμε στα πιπίνια - δε νομίζω να προτιμά κανείς τα ξεκολτέ των οικοδόμων και των υδραυλικών :Ρ
λέγεται και προς τον μάγειρα ή τη μαγείρισσα που έχει ρίξει πολύ αλάτι σε ένα φαγητό:
«λύσσα το έκανες! σου 'πεσε η αλατιέρα στην κατσαρόλα;»
φαίνεται πάντως με μια πρόχειρη ματιά στο λαϊκό πλούτο των παροιμιώνε μας πως ο λαός μας θεωρεί ότι οι πουτάνες χαίρουν μεγάλης τύχης και ευδαιμονίας γενικότερα:
- Να 'χα πουτάνας ριζικό και ακαμάτρας μοίρα
- Ο μουρλός άντρας κι η πουτάνα γυναίκα δεν γερνάνε ποτέ
- Πουτάνας τύχη δε χάνεται
συν την κλασική που μιλά για τη χαρά της πουτάνας που είναι τόσο μεγάλη που αδυνατεί να την κρύψει!
λαϊκή απενοχοποίηση; ζήλια; ποιος ξέρει; άβυσσος!
lol Vrastaman!! έγραψες!!!
μα να μη μπορούμε να βαθμολογήσουμε σχόλια ρε γμτ!
κι όμως, ο δαίμων καμιά φορά πετυχαίνει διάνα!
o-pee-ning, σαν το «κατούρα παράσταση» ένα πράμα ;-)
ε, σαν ύστατο φόρο τιμής στον εθνικό-τραγέλαφο-Βύρωνα ν' αντικαταστήσουμε άμεσα τη λέξη «μορμολύκι» με το «Πολύδωρας» - μια που του αρέσει να μην του χαλάσουμε και το χατίρι :Ρ
Ωραίο! γάντι του πάει :)
από πωλήσεις τώρα τι ψάρια θα έπιαναν αυτές οι αλυσίδες άλλο καπέλο..
btw, το opeening καμία σχέση με το pee μήπως; μπα.. ε;)
από αρβανίτισσα (Πατρινιά) το έχω ακούσει και «τσουπί».
προς την κόρη της με αγκαλιά και φιλί: «τσουπί μου εσύ!»
ευχαριστώ για το ξύπνημα ευχάριστων παιδικών αναμνήσεων.. την είχα ξεχάσει εντελώς αυτήν τη λέξη :)
τέλειο το παράδειγμα! ;)
έκφραση που, ελαφρώς παραφρασμένη, συνηθίζεται και μεταξύ ταβλαδόρων:
- τι έφερες ρε;
- πέντε-τρία
- να τα φας και να 'ναι κρύα
ακόμη ακούγεται και το «να την φας και να πρηστείς» όπου η κατάληξη της απάντησης είναι σε -εις, -ης, κλπ.
όπως (πάλι από διάλογο ταβλαδόρων):
- πόσες εξάρες έχεις φέρει βρε κωλόφαρδε;
- ξέρω γω; δυο-τρεις..
- να τις φας και να πρηστείς!
γουντ γιου πλιζ κέαρ το τερν γιορ κίμπορντ ιν γκρικ κάρακτερς μπικόζ άουρ άιζ αρ γκέτινγκ άουτ; :-Ρ
μένι θενκς ιν αντβάνς.
ο Χριστός και η Κατερίνα Στανίση!
επίσης και το (παρόμοιο με το παραπάνω) «κλάνω πόμολα»
Η γριά κότα έχει το ζουμί και η νέα το μουνί.
κατά κάποιο τρόπο και η δουλειά μια μορφή δουλείας είναι κι αυτή, όχι; η αλήθεια σκάει στο πληκτρολόγιο :)