κατά κάποιο τρόπο και η δουλειά μια μορφή δουλείας είναι κι αυτή, όχι; η αλήθεια σκάει στο πληκτρολόγιο :)

#2
xaxac

στο πλέμπα

Με τίποτα όμως δεν σημαίνει μαλάκας, φλώρος, κλπ.
Η έννοια (που είναι μία) δεν είναι αφηρημένη και σημαίνει τα χαμηλά κοινωνικά στρώματα, αυτό που λέμε «λαουτζίκος» ή «πόπολο» με σαφέστατα υποτιμητική διάθεση, σαν να τους αποκαλούμε με άλλα λόγια παρακατιανούς ή μπασκλασαρία.

Λέξη γέννημα άλλων εποχών που η κοινωνική διαστρωμάτωση ήταν ευδιάκριτη και η αριστοκρατία ή/και η μπουρζουαζία ευλογούσαν τα γένια τους μειώνοντας άλλες κοινωνικές τάξεις (αγρότες, εργάτες). Σήμερα που όλοι έχουμε γίνει λίγο έως πολύ αστοί ανεξάρτητα από το που ζούμε και τι επάγγελμα κάνουμε σημαίνει απλά τον «κοσμάκη» με την νότα του παρακατιανού ωστόσο να παραμένει.

Π.χ. νεόπλουτη κότα που μιλάει (ξιπάζεται) στο τηλέφωνο με άλλο ζώον της συνωμοταξίας της: «α παπαπα.. εγώ χρυσή μου, ούτε που διανοούμαι να πάω τον Αύγουστο στην παραλία με όλη την πλέμπα, ευτυχώς έχουμε πισίνα!»

ποιητές εκ του προχείρου
μα με αντίληψη γαμάτη
σουρεάλες διόλου μεθυσμένοι
ξέρουνε πολύ καλά τι λένε

(άμετρο στιχούργημα, όπως λέμε κακούργημα, για τους φίλους Vrast και Gatz)

#4
xaxac

στο τζαναμπέτης

Χωρίς να γνωρίζω την σημασία της λέξης στα τουρκικά, στα ελληνικά έχω την εντύπωση ότι έχει και την έννοια του αναξιόπιστου ανθρώπου, του απατεώνα, αυτού που γυρίζει τα λόγια του, το αντίθετο δλδ του μπεσαλή (εκτός από αυτή του δύστροπου και του γκρινιάρη). Αν κάνω λάθος διορθώστε με.

Σίγουρα από τις κλασικούς χαρακτηρισμούς / λέξεις που είναι σωστό να είναι καταχωρημένες (προσωπική άποψη).

το μουνί και το χταπόδι όσο το χτυπάς απλώνει

[μπάχαλο το κάναμε το λήμμα του Gatzman]

#6
xaxac

στο putzinstitut (πουτς ινστιτούτ)

δηλαδή έχουμε και λέμε:
οι γερμανοί καθαρίζουν (putzen), οι ιταλοί βρωμίζουν (puzzo/a=βρωμιά, προφέρεται «πούτσο/α») και οι έλληνες γαμάνε (χρειάζεται επεξήγηση;)

3 σε 1!

μπα δεν πιστεύω γιατί νηστεύω

ρεύομαι και κλάνω, λες απόψε να πεθάνω;

#9
xaxac

στο παρκέ

μήπως ο τύπος στο παράδειγμα να δοκιμάσει να προτείνει εναλλακτικές μεθόδους αποτρίχωσης μπας και αποφύγει την πόρτα σε μελλοντική κρούση;

:-Ρ

#10
xaxac

στο μπίτι

χωρίς να βάζω το χέρι μου στη φωτιά το «μπιτ» είναι τουρκικής προέλευσης (υποθέτω γι αυτό μιλάμε κι ας έχει αποδοθεί «μπήτι», μάλλον γιατί προφέρεται με «ι» στο τέλος σε κάποιες περιοχές;).

τώρα για το αν έχει σχέση με το αγγλικό bit ιδέα δεν έχω, αν ξέρει κάποιος ας δώσει τα φώτα του. πάντως φήμες ότι στους άγγλους δεν άρεσε το «καθόλου» και ρίξαν το κάτιτις παραπάνω για να το κάνουν «λίγο» ελέγχονται ως ανακριβείς.

ο Αίολος την είδε «πέολος»!!!

τα σέβη μου!

#12
xaxac

στο ξενέρωτος

Όντως είναι οξύμωρο κι ενδιαφέρον, το «ξε» (από το «εκ») λογικά και συνήθως είναι στερητικό. Λέμε πχ. ξετροχιάστηκε, δηλαδή εκτροχιάστηκε, βγήκε εκτός / στερήθηκε της τροχιάς του.

Κάτι (υγρό προφανώς) από το οποιό αφαιρείται νερό, λογικά αυξάνει τη σύστασή του, τη δύναμη της ουσίας του. Όταν ρίξουμε νερό στο κρασί (σας το έκαναν οι μεγάλοι όταν είσασταν μικροί;) δε λέμε «ξενερώνω το κρασί» αλλά «νερώνω το κρασί». Μάλλον όμως γίνεται αυτή η ανάποδη χρήση λόγω του εύηχου και του πιο πιασάρικου της λέξης (λέω τώρα).

Οπότε, κάθε άλλον παρά ...Άλλαν Ντάλον, ironick! ;)

#13
xaxac

στο ξεκωλτέ

Κλασικά και οι υδραυλικοί καθώς η φύση της εργασίας τους αναγκάζει τους εκπροσώπους του συμπαθή κλάδου να εργάζονται πλειστάκις διπλωμένοι. Βέβαια αυτό το θέαμα εμφάνιζαν οι παλιότεροι επαγγελματίες του είδους καθώς τη σήμερον έχει καθιερωθεί πλέον φόρμα εργασίας.

Τέλος πάντων το ξενέρωσαμε εντελώς :-[

Ας επιστρέψουμε στα πιπίνια - δε νομίζω να προτιμά κανείς τα ξεκολτέ των οικοδόμων και των υδραυλικών :Ρ

#14
xaxac

στο λύσσα το έκανες

λέγεται και προς τον μάγειρα ή τη μαγείρισσα που έχει ρίξει πολύ αλάτι σε ένα φαγητό:

«λύσσα το έκανες! σου 'πεσε η αλατιέρα στην κατσαρόλα;»

φαίνεται πάντως με μια πρόχειρη ματιά στο λαϊκό πλούτο των παροιμιώνε μας πως ο λαός μας θεωρεί ότι οι πουτάνες χαίρουν μεγάλης τύχης και ευδαιμονίας γενικότερα:

- Να 'χα πουτάνας ριζικό και ακαμάτρας μοίρα
- Ο μουρλός άντρας κι η πουτάνα γυναίκα δεν γερνάνε ποτέ
- Πουτάνας τύχη δε χάνεται

συν την κλασική που μιλά για τη χαρά της πουτάνας που είναι τόσο μεγάλη που αδυνατεί να την κρύψει!

λαϊκή απενοχοποίηση; ζήλια; ποιος ξέρει; άβυσσος!

#16
xaxac

στο σπρώχνει το κουράδι του

lol Vrastaman!! έγραψες!!!

μα να μη μπορούμε να βαθμολογήσουμε σχόλια ρε γμτ!

#17
xaxac

στο Γλύξμπουργκερ

κι όμως, ο δαίμων καμιά φορά πετυχαίνει διάνα!

o-pee-ning, σαν το «κατούρα παράσταση» ένα πράμα ;-)

#18
xaxac

στο μορμολύκειο

ε, σαν ύστατο φόρο τιμής στον εθνικό-τραγέλαφο-Βύρωνα ν' αντικαταστήσουμε άμεσα τη λέξη «μορμολύκι» με το «Πολύδωρας» - μια που του αρέσει να μην του χαλάσουμε και το χατίρι :Ρ

#19
xaxac

στο Γλύξμπουργκερ

Ωραίο! γάντι του πάει :)
από πωλήσεις τώρα τι ψάρια θα έπιαναν αυτές οι αλυσίδες άλλο καπέλο..

btw, το opeening καμία σχέση με το pee μήπως; μπα.. ε;)

#20
xaxac

στο τσούπα

από αρβανίτισσα (Πατρινιά) το έχω ακούσει και «τσουπί».
προς την κόρη της με αγκαλιά και φιλί: «τσουπί μου εσύ!»

#21
xaxac

στο ατομιστία

ευχαριστώ για το ξύπνημα ευχάριστων παιδικών αναμνήσεων.. την είχα ξεχάσει εντελώς αυτήν τη λέξη :)

#22
xaxac

στο κωλοτρυπίδι

τέλειο το παράδειγμα! ;)

#23
xaxac

στο τζες

αστεράκια για τους στίχους του Μάρκου :)

#24
xaxac

στο να τη φας και να 'ναι κρύα

έκφραση που, ελαφρώς παραφρασμένη, συνηθίζεται και μεταξύ ταβλαδόρων:

- τι έφερες ρε;
- πέντε-τρία
- να τα φας και να 'ναι κρύα

ακόμη ακούγεται και το «να την φας και να πρηστείς» όπου η κατάληξη της απάντησης είναι σε -εις, -ης, κλπ.
όπως (πάλι από διάλογο ταβλαδόρων):

- πόσες εξάρες έχεις φέρει βρε κωλόφαρδε;
- ξέρω γω; δυο-τρεις..
- να τις φας και να πρηστείς!

#25
xaxac

στο φράπα

γουντ γιου πλιζ κέαρ το τερν γιορ κίμπορντ ιν γκρικ κάρακτερς μπικόζ άουρ άιζ αρ γκέτινγκ άουτ; :-Ρ
μένι θενκς ιν αντβάνς.

ο Χριστός και η Κατερίνα Στανίση!

#27
xaxac

στο κλάνω μέντες

επίσης και το (παρόμοιο με το παραπάνω) «κλάνω πόμολα»

#28
xaxac

στο η γριά κότα έχει το ζουμί

Η γριά κότα έχει το ζουμί και η νέα το μουνί.