Ομολογώ ότι είναι αγνώστου ετύμου. Ίσως η παράγκα παραπέμπει σε Καραγκιόζη, σε διαφθορά (βλ. λήμμα παράγκα, η), στην Ελλάδα εν γένει («όλη η Ελλάδα μια ατέλειωτη παράγκα», τραγουδούσε ο Σαββόπουλος). Και το «πούστη» είναι το κατεξοχήν διαπομπευτικό. Αν μπορεί να μας διαφωτίσει κάποιος συνσλαγκιστής, ας το κάνει!
Άμα ο τρίτος είναι σλανγκίτης δεν σε σώζει τίποτα!
Ο όρος χρησιμοποιείται και για φαλακρούς. Στην ιδανική περίπτωση χρησιμοποιείται για άντρες που είναι φαλακροί από την υπερβολική τεστοστερόνη, καταπώς το θέλει ο urban legend.
Διπλογαμιάς μεν, αλλά με τις τιμές πού 'χει πάει η βενζίνη, οι καιροί είναι χαλεποί για βενζινογαμιάδες!
Any idea από πού προέρχεται;
Άψογο!! Γαμάει την βενζίνη, ή γαμιέται απ' την τιμή της βενζίνης;
Έχω ακούσει ότι η έκφραση σημαίνει ακριβώς το αντίθετο για τους Τούρκους. Δηλαδή στην Τουρκία, το πολιτικό μέσο λέει στον ευνοούμενό του, «άντε τυχεράκια, τα κατάφερα. Στον Έβρο σ' έστειλα! Να με θυμηθείς, όμως, κι εσύ, όταν έρθει η ώρα». Τρεις πιθανοί λόγοι: α) Μας έχουνε για την πούτσα. β)Είναι κοντά στην Κωνσταντινούπολη. Και γενικά είναι Ευρωπαϊκή Τουρκία. γ) Μια από τις άλλες εναλλακτικές είναι το Κουρδιστάν. Αλλά σε κάθε περίπτωση είναι κωμικοτραγική αυτή η διαφορά.
Καθοριστική η παρέμβαση του Χάρρυ Κλυνν με το σκετσάκι που είχε τον Ανδρέα Παπανδρέου να βγάζει μια ολόκληρη ομιλία λέγοντας μόνο «Θα Θα Θα Θα, Θα Θα Θα», και το πλήθος να επαναλαμβάνει εξίσου ρυθμικά...
Κλασικά το «Με ανοίγεις από πίσω;» και το «πλάκα με κάνεις;».
Μόλις πέθανε! Θεός σχωρέστον!
Ο Χάρρυ Κλυνν, νομίζω, το καθιέρωσε για το γκαυλιτσέκι του πικάπ στα late 70s
Δηλαδή, όχι Ποτέ την Κυριακή, αλλά Πάντα την Κυριακή!
Προφανώς είναι και τα δύο σωστά! Τα κόμικς είχαν στα αγγλικά το mumble mumble κι ο εμπνευσμένος Έλεεινας μεταφραστής το μετέφερε μούμπλε μούμπλε, όπως το hurray το μετέφεραν «ούρα»! Αχ, μ' αυτά γαλουχηθήκαμε! Κι έτσι το μεταφέραμε απ' τα κόμικς που διαβάσαμε μικροί στην σλανγκ.
Μετάφραση του golden shower;
Νομίζω η φράση εννοεί σε «χρόνο ανύποπτο».
Η κυριότερη έκφραση είναι «κατεβάζω καντήλια». Δηλαδή από τις βρισιές μου κατεβαίνουν τα καντήλια από μόνα τους.
Οι καλλιτέχνες πάντως που έχουν παραστήσει ιδανικά το πόσο ανίκητη είναι η βλακεία είναι οι αδελφοί Κοέν. Γι' αυτό υπάρχει και σινεφιλική έκφραση 'κοενικός βλάκας« ή »κοενικός ηλίθιος«, καθώς μάλιστα στις ταινίες τους ο βλάκας είναι κι ο winner, ο μοναδικός με happy ending στο τέλος!
Συχνά είναι οι καλύτερες γυναίκες ή και οι πιο όμορφες! Το φαινόμενο είναι πραγματικά απίστευτο!
Κατά τον Μπαμπινιώτη από εδώ ετυμολογείται ο μαλάκας, ήδη στον Μεσαίωνα (!), αν και πολύ αμφιβάλλω...
Το φαινόμενο συνηθίζεται και για υιοθεσία παιδιών, τουλάχιστον στο εξωτερικό.
Το ίδιο νόημα έχει κι η έκφραση «Γιουνανιστάν», δηλαδή όπως μας ονομάζουν οι Τούρκοι.
Συμβαίνει και στα ελληνικά με το «λ» που πατάς αντί για τόνο. Κι έτσι γράφεις «κλανω» αντί για «κάνω». Μού 'χει τύχει ν γράψω «κλανουν έρωτα» και μου λέγαν μετά «Ουάου, και γαμώ τα βίτσια!».
Έτσι! Είναι ο υπερθετικός του μαλάκα, όπως η καταιγίδα με βροντές είναι ο υπερθετικός της βροχής!
Σχετικά, υπάρχει και η «δίαιτα των Όσκαρ». Σταρ σεξ-σύμβολ καθ' όλα παίρνει δέκα με είκοσι κιλά για να παίξει έναν ρόλο ψαγμένο, «τέρατος» ή αντικοινωνικού ανθρώπου και μετά κάνει μια δίαιτα για να είναι στιλάκι στην απονομή των Όσκαρ. Την έκανε με επιτυχία η Σαρλίζ Θερόν για το «Τέρας», την έκανε με λιγότερη επιτυχία κι ο Κλούνι στο «Συριάνα». Μπορεί να περιγραφεί ως ακορντεόν κατάσταση.
Πάντως ο πολύς Καζανόβας ανακάλυψε τον έρωτα της ζωής του σε μια τέτοια κούκλα! Τουλάχιστον στην ταινία του Φελλίνι!
Μην μασάτε! (μπορεί να τρυπήσει)
Σύντροφοι Σλανγκιστές, πιστεύω ότι όλες οι παραπάνω ετυμολογήσεις είναι βάσιμες. Άλλωστε η Καυλάουρα σ' άλλους προκαλεί ιθυφαλλική στύση (λαύρα και ουρές), σ' άλλους ημιστύση (καύλα με ούρα), ενώ συνιστάται και για ουρολάγνους. Θα προσέθετα και το «καύλα» & «ούρα» (από το αγγλικό διθυραμβικό επιφώνημα «hurray» (βλ. Black Adder) που ο εμπνευσμένος μεταφραστής του Λούκι Λουκ μετέφερε ως «ούρα»).
Να συμπληρώσω λίγα τινά. Όπως σωστά εντόπισε ο acg, υφέρπει μια ζήλεια μεταξύ Καυλάουρας και Λίλιαν, την οποία ένας καμακιστής θηλέων νέας κοπής πρέπει να ξέρει πώς να αξιοποιήσει. Υπάρχουν δύο στρατηγικές. α) Την πέφτεις κατευθείαν στη Λίλιαν κι έχεις δεδομένη την Καυλάουρα. Τακτική ολιγαρκής, αλλά ασφαλής. β) Την πέφτεις στην Καυλάουρα, μήπως και τσιμπήσει η Λίλιαν. Τακτική με μεγαλύτερο ρίσκο (μπορεί να φας χυλόπιτα κι απ' τις δύο), αλλά που, αν ευοδωθεί, σε ανταμείβει (μπορεί να τις χτυπήσεις και τις δύο). Προσωπικά, θα διάλεγα την δεύτερη τακτική.
Άλλωστε, η Καυλάουρα δεν είναι παρά μια επιμέρους ραψωδία της (Λ)ιλια(νά)δας!
Μου φαίνεται, όλοι όσοι ήταν εκείνο το βράδυστην τσόχα, όλοι για την Λίλιαν παίζανε!
Ας ελπίσουμε, τσοχανταραίοι vs τζοχανταραίοι, να σημειωθεί 1 !
Το σωστό είναι πλήρες:
«Δε γαμείς που δε γαμείς, δεν γαμιέσαι να γαμήσουμε κι εμείς;».
Πρέπει ΟΠΩΣΔΗΠΟΤΕ να έχει ομοιοκαταληξία, αλλά και ρυθμό!
Ονόματα που παίζουν πολύ είναι τα:
Τατιάνα Μούνοβα, Σβετλάνα Χότοβα, Σβετλάνα Σεξιμπίτσοβα.
Επίσης, από τα ανέκδοτα, η Ρωσίδα μανάβισσα Ταμήλα Παζάρευα, και η Ρωσίδα τραβεστί (προς τρανσέξουαλ) Ταρχίδια Μουνάκοβα.