Ετυμολογείται από το ιταλικό bollire= βράζω. (Δες).
Δυνατό λήμμα!
Μια συνολική θεώρηση σε άρθρο του Νίκου Σαραντάκου.
Έξυπνος, σκληρός κι αποφασισμένος, είχε ανθρώπους παντού· στην κοριτσιέρα της περιβόητης Καρεκλούς που ήταν πέρασμα για τους μόρτες, στην άλλη της Αρχόντως, στου Βιτζιλαίου το μαγαζί που χόρευε η πανέμορφη Μαριγάμπα, στου Κρανιδιώτη που εμφανιζόταν η Αμέλια, στης Γιαννούς, στης Λαρύγγως, στου Μιχαλόπουλου με τον γίγαντα μπράβο, 2,15 μπόι, που ήταν δοτής του, στου Μπέη και σε κάθε δυσπρόσιτη κι επικίνδυνη τρύπα που ήταν σχεδόν αδύνατον να εισχωρήσει άλλος αστυνομικός.
Διονύσιος Χαριτόπουλος, Πειραιάς βαθύς, Τόπος, Αθήνα 2018
Επίσης παλαιότατη χρήση βρίσκουμε το 1862 στον Καρπάθιο του Σωτήρη Κουρτέση, που αναπαράγεται σε άρθρο του Νίκου Παντελίδη που φιλοξενεί ο Σαραντάκος στο πλαίσιο μελέτης της παλαιο-αθηναϊκής ποικιλίας. "Μακάρι να ήσασθίνε στο νύχι μας εμάς των παλαιινώνε (μακάρι να μας φτάνατε στο μικρό μας δαχτυλάκι)! Στο τσαιρό μας, τσυρά μου, -σα θέλεις να το πω τσιόλας- δεν ήτανε έτσι ξεμπουρδουλεμένα (αναίσχυντα, με ελευθεριάζουσα συμπεριφορά) τα θηλυκά, σαν καμπόσα που λιέπω τώρα".
To Λεξικό του Γεωργίου Κάτου το ετυμολογεί από το σούρνω.
Ο νους μας είναι αθληταριό όλο θα δραπετεύει.