Nαι το είδα και αυτό deino στα ον λάιν τουρκικά λεξικά αλλά έμεινε στα Ελληνικά μόνο μία απ΄όλες τις έννοιες. Το λεξικό που ανέφερες θα το παραγγείλω στον Άι Βασίλη αλλά δεν ξέρω αν κάνει delivery προς τα δω χάμω...
O Τριαντάφυλλος το δίνει ως «τουρκ. götürü `με συνολική τιμή, με το σωρό΄» που είναι και μιά άλλη σημασία στα τούρκικα λεξικά...
Α, ήθελες να κάνεις λολοπαίγνιο βρε; Sorry...
Mε την ευκαιρία να συμπληρώσω ότι οι ελληνοποιημένες τουρκικές λέξεις αλλά και τα αντιδάνεια έχουν κρατήσει την σημασία των αρχικών τουρκικών λέξεων που είχαν πριν το 1924 ή/και τις έχουν αλλάξει τα φώτα οι αγαπητοί μας συνέλληνες. Αυτά.
γνώμη...
A και... ρε παιδιά μου βγήκαν τα μάτια και στραμπούληξα τα δάκτυλα μου για να προσπεράσω αυτό το σεντόνι! Γιατί δεν κάνουτε κάτι να εμφανίζονται μόνο τα τελευταία σχόλια και όποιους θέλjει να πατά ένα κόμβιον και να διαβάσει τα υπόλοιπα; Ποιον πρέπει να γαμήσουμε για να δούμε μιά φιλική στον χρήστη βερσιόν του αγαπημένου μας σαίτ;
Eίχαμε ασχοληθεί κι εμείς με το θέμα στα «ρίχνω δυο μουνιά» και «σου φύτρωσε;»
Βρε δεν είναι ναζοί τα χρυσαύγουλα, απλά ταξί θέλουν να καλέσουν και σηκώνουν το χεράκι τους...
Στο νετ επίσης βρήκα και τον «καργαδούρο» το εργαλείο με το οποίο γιομίζουν τα εμπροσθογενή με μπαρούτη. Ελπίζω να κάνετε την σύνδεση... όχι όπως ψες που μπερδέψαν κάποιοι το μυστρί με το πηλοφόρι.
Θα μπορούσατε ίσως να σιάξετε τον ορισμό μ'αυτά που σας γράφω ή φυσικάνα με ζωγραφίσετε κανονικά... Εγώ πάντως δεν περιγράφω άλλο...
θα ήθελα επίσης, ετς για να υπάρχει, να προσθέσω 3 ακόμα λατινογενείς επιρροές στην ελληνική γλώσσα, ιδίως στα ισνάφια, εξών των ιταλjικών / γενοβέζικων / βενετσιάνικων: τα λατινjικά μέσω βυζαντίου και μεσαίωνα (όπου παρεπιπτώντος χρησιμοποιούταν το «καργάρω» ωσάν ρρήμμα, της εβραικής ladino στην Σαλονίκη και τα άλλα τα νησιά και της γαλλjικής ιδίως στο κομμάτι τσι αυτοκίνησης και παλαιότερα στα στρατά.
Ίσως τα του επιβήτορος προέρχονται από την χρήση του ρήματος και για την περιγραφή του γεμίσματος όπλου (π.χ. ισπανικά, αγγλικά) όπως και του «επιτίθεμαι» (δες το αγγλικανικό charge)...
ατομπούστη! Κάποιος άλλος για μιά μαλακία;
Μιλώντας για πέη η σκέψη παραπέει στο ότι μας λείπουν λήμματα ομπρέλλα για την μέγιστη εθνική μας τέχνη και για το αντικείμενο του πόθου... Κανείς εύκαιρος; Khanε;
Μήπως ότι και τα δύο είναι χειρονακτικά εργαλεία αφού; Μήπως ζηλεύετε την έρευνα και ανακάλυψη μου; Μήπως υπονοείτε ότι έχω μπερδέψει την βούρτσα με την πούτσα; Μήπως έχουτε καιρό να ασκήσετε την υψηλή τέχνη του αυνανισμού;
(@Vrasta ούρησε και λίγο!)
Mιά πιό βαθιά εξερεύνηση εις την τουρκική έδειξε ότι το mala είναι το μυστρjί και perdah η λείανση / το γυάλισμα. Μάλιστα και φωνητικά ακούγεται σαν μιά μαλαπέρδα.
Οπότε το εργαλείο που στο net εμφανίζεται ως mala perdah (ή και perdah malasι) χρησιμοποιείται για την λείανση επιφανειών αλλά ιδίως για ίσιωμα φρέσκου τσιμέντου ή σοβά κάτι το οποίο γίνεται με συχνά, απαλά και επαναλαμβανόμενα περάσματα.
Ε, αξίζω ένα καυλί, δεν νομίζετε;
Eις την Τουρκικήν, mala perdah είναι το μυστρί (ή κάτι ανάλογον εργαλείον) καθώς με ενημέρωσε ο Γούγλjης
Τα χρυσά αυγά θέλουν και κωλοπετσωμένες ωοθήκες...
δες και τ'γάμσες τ'μάν'
μιάς και kinder στα αλεμάνικα σημάινει «παιδιά», οπότε «παιδιά των φιδιών», ήτοι ασπόνδυλα, παρόλο που τα ευγενη ερπέτά έχουν σπόνδυλο... και αυγά σαν τα kinder έκπληξη που πρέπει να τα σπάσεις, όπως η γλώσσα που κόκαλα δεν έχει και κόκαλα τσακίζει. Ίσως και η μορφολογία του κεφαλιού ένός ξυρισμένου γυμνοσάλιαγκα... Χρειάζομαι έναν καφέ.
Δείτε και τα λήμματα γόνατο για την επιτακτικότητα, πάει η μαλακία γόνατο για την επανάληψη και την ταλάντωση, ως προς το παράδειγμα το ξύνω γόνατο και ως προς το παράδειγμα πάλι αλλά ως κυριολεξία καν ψωμί δεν είχαμε, πούτσα ως το γόνατο.
...μάλλον γαλλικά μιλάν οι αθρώποι. Πάντως μια ετυμολογία του gay είναι ότι προέρχεται από το Γαία (Gea) και σημαίνει Γαίοι, γηγενείς, άνθρωποι απ'αυτή τη Γη όχι οι Κσαίνει, οι Έλληνες. Όπως λένε και οι Γάλλοι, πήγαινε να την δεις με τους Έλληνας, και θα δεις...
Ε, κάποιοι φαίντεται διψάνε γιαμόρφωση... αλλά υπάρχει και ο προστάτης, γερόντισσα...