Ο Χριστός και η μάνα του!
1ον γιατί κ. Μπιροκέφαλε (σιγά μην απαντήσει τώρα αυτός) να είναι μαύρο το δεξί χέρι του ασφαλιστή;;
2ον γιατί mr. Cun το αριστερό στους Άγγλους (και Κύπριους, Κινέζους, Αυστραλούς κλπ); Αφού το τιμόνι είναι δεξιά το δεξί θα βγάζουν έξω, άσε που οι Άγγλοι δεν έχουν και ήλιο.
Γενικά πιστεύω: «τ» αντί για «ντ» (μπιτόνα κλπ) και την έννοια του «βλάκας» πιο πολύ ως σλάνκγκ.
Πρδγμ 1 γαμεί! (αχχαχαχαα, και δε το 'ξερα!)
Το «ΜΠ» επειδής το λένε κοροϊδευτικά λέγεται σίγουρα περισσότερο από τους μη παοκτσήδες αν και λόγω του ότι δεν είναι και τόσο θικτικό, πλέων έχει ατονίσει όλο αυτό, νομίζω.
Στο δικό σου παράδειγμα υπάρχουν 2 υπαρκτές κατηγορίες (δηλ. η γλυκιά κρέπα και η αλμυρή) ενώ στο δικό μου υπάρχει στην ουσία ένα σύνολο (δηλ. τα δείγματα) όπου γίνεται αυτός ο ψευδοεπιμερισμός με την δημιουργία 2 ψευδοκατηγοριών.
Προτείνω το 1α και το 1α να μείνουν ως έχουν.
Καλαμάτα : «μπορμπόλια» (εξ όσων ξέρω).
Ίρον, δε ξέρεις τους ακανέδες;!
Είδος λουκουμιού είναι αλλά μικρό, στρογκιλό και πολύ πιο νόστιμο.
Από τα Σέρρας (θα έλεγα).
Χοντζ, ήθελα να κάνω το αυτό σχόλιο.
Εντωμεταξύ το «1α» στα παραδείγματα είναι κι αυτό ψευδοεπιμερισμός; γιατί αλλιώς παρακάτω θα έπρεπε να έχει «1β» και όχι ξανά «1α».
Και επίσης σαν υποκατηγορία του π.χ. 3 υπάρχει και το:
[I]- Πώς σου φάνηκαν τα δείγματα που σου έφερα;
- Τα μισά ήταν άχρηστα και τ' άλλα μισά πάλι άχρηστα.[/I]
Και χαβούζα.
Όπως και οι αριανοί ονομάζουν ομάδα του δημοσίου τον ΠΑΟΚ.
Η μήπως «Η νεόκοπη αυτί ατάκα»;
Στην αρχή νόμιζα lookάρω (δηλ. κοιτάω, που το έλεγα όταν ήμουνα σχεδόν μπέμπης).
Επίσης αναφέρονται και ως «οπαδοί της ομάδας της οδού Παπαναστασίου», λόγω της διεύθυνσης του γηπέδου.
Σωστός! (-1 από το Π.Π.)
Χαχαχα! Έλα ρε σαλ! τα πες όλα όμως.
Να μη ξεχνάμε επίσης:
[I]Το γουρούνι συναντάει το αρνί στην ανάσταση και του λέει:
- Χρόνια πολλά, Χριστός Ανέστη. Τι λες πάμε αύριο για κάνα καφέ;
- Αληθώς ρε ΄συ αλλά αύριο δε μπορώ, έχω γύρισμα.[/I]
Μασχαλιστικό το λέμε εμείς
άσχετη έκφραση: «όλα είναι δρόμος»
Επίσης και «πρέπει να έχεις πολύ μεγάλα φρύδια για να κάνεις το τάδε».
Δηλαδή φρύδια = αρχίδια γενικότερα.
«Πατάτες. Πάρτε κυρίες μου Πατάτες. Για φαΐ, για τηγάμι πατάτες. Πάρτε για να τηγαμίσετε πατάτες. Βλέπω αφίσες μούσι Δημητράκη!» κλπ.
Να γιατί το νερό λέγεται νερό:
Παλιά για να πιούνε νερό πηγαίνανε σε πηγάδια ή σε πηγές και γέμιζαν στάμνες που τις αποθήκευαν σε δροσέρό μέρος.
Λίγο αργότερα, ιδικά σε μέρη που δεν είχαν πρόσβαση σε πηγάδια και πηγές, περνούσε ζωήλατο βυτιοφόρο, το οποίο έφερε επιγραφή «νεαρό ύδωρ» δηλαδή φρέσκο νερό, από το οποίο ο κόσμος αγόραζε.
Σιγά-σιγά για ευκολία αφαίρεσαν το «ύδωρ» και αργότερα πες-πες το «νεαρό» έγινε «νερό».
(πηγή: ''Από πού και γιατί'' του Γιώργο Παπαζαχαρίου)
Πω! Τι έβγαλε η άλλη στο 3ο μύδι! μπλιαχ!
Αλλά την παραδέχομαι, ασορτί νύχι - βρακί.
Με ρωτάει η άλλη «τι είναι καλτ;» και της λέω «έλα ρε δε ξέρεις τι είναι καλτ, δε το έχεις ξανακούσει;» , «το έχω αλλά ποτέ δε κατάλαβα τι σημαίνει» μου λέει, της λέω κι εγώ τότε «καλτ είναι κάτι υπερβολικό, εκκεντρικό και ίσως λίγο κιτς που είναι τόσο άσχημο που τελικά μέσα σου, αρχίζει και σου αρέσει».
Μέτα λέω δε μπαίνω σλαγκ να δω μήπως λέω μαλακίες και ωπ! ως δια μαγείας επιβεβαιώνονται οι υποθέσεις μου.
Τελικά είναι όντως εντελώς σωστός ο ορισμός;
(αχά, ώστε υπήρχε! μάιστα)
Διαβάζοντας τα σχόλια θα συμφωνήσω με ιρον για ορισμό ομπρέλα 1ον, και 2ον (διαβάζοντας για «γειτόνισσες» από κχαν): 2 τύποι κάνουν μαύρο σε ένα μπαλκόνι όταν ο ένας κοζάρει έναντι 2 γκομενάκια που τους χαιρετάνε. Αμέσως το σφυρίζει στον άλλονα:
-Ρε συ, αυτές μας χαιρετάνε!
-Ποιες.
-Αυτές στον 2ο!
-Ρε ποιες!
-Καλά γκαβός είσαι δε τις βλέπεις;!
-Ρε μαλάκα πιες! το παίρνει όλο ο αέρας!
Νταξ, τα διάβασα. Δεν έχει ειπωθεί.
Σωστός! (-1 απο Π.Π.)