#1
Μιτζνούρ

στο ανήλιαγο

Παραλλαγή: Σκοτεινό

Γντουπ! Εγώ το άκουσα στο Αμύνταιο από γριά να σχολιάζει τα μίνι του 1971 (τότε που ράβανε φόρεμα με 1m 10 cm): Μ' αυτά που φοράνε... φαίνεται το σκοτεινό τους.

#2
Μιτζνούρ

στο άνθρωπος

Άνθρωποι, άνθρωποι! Πού είναιοι άνθρωποι; (Οι γερμανοί ξανάρχονται)

Είμαι και επίκαιρος, φτού μου!

#3
Μιτζνούρ

στο άνοιξε τα πόδια

Δεν είσαι σαφής, ως προφήτης! Δεν λές πώς ήταν τα πόδια πριν ανοίξουν και με μπερδεύεις. Π.χ. Στο ' Άνοιξε τα πόδια σου και περπάτα πιο γρήγορα, να προλάβουμε' λέγεται επί ποδιών σε όρθια στάση. Επιπλέον εκφέρεται από άτομα ανεξαρτήτως φύλου. Στο 'άνοιξε τα πόδια σου να δεις τι θα σου κάνω' τα πόδια βρίσκονται (συνήθως) σε στάση εκτός της καθέτου [είδατε που δεν έχω φαντασία;] και η φράση εκφέρεται αποκλειστικά από άνδρα.
Είμαι γκρινιάρης το ξερω. Αλλά λήμμα τριών ετών δε χρειάζεται αναθεώρηση;

#4
Μιτζνούρ

στο άνοιξε η μέση μου

Μπορεί και να κατουρηθείς από αντανακλαστικό του οσφυονωτιαίου παρασυμπαθητικού, του ίδιου που προκαλεί και τη στύση. Το συμπαθητικό προκαλεί αγγειοσύσπαση.

#5
Μιτζνούρ

στο μπουνταλάς

Καλέ μου Βασβά... δεν υπάρχει τούρκικο budala = χαζός, ηλίθιος. Προέρχεται όντως από το κοινότατο αραβικό όνομα Abdallah (> Abdul ilLLah = δούλος Θεού), που εκτουρκίστηκε ως Αbdullah, και χρησιμοποιείται ως συλλήβδην σκωπτικός χαρακτηρισμός (όχι μειωτικός) όπως οι αμερικανοί λένε του έλληνες Yanni, οι αλβανοί του ςπατριώτες του ςαπό την Ελλάδα Γιώργο ενώ από την Ιταλία Rinaldo ή οι αμερικανοί του ρώσσους Ιβάν. Υπάρχει η slang Ivan = american citizen of Russian decent. επίσης υπάρχει ελληνικό επώνυμο Αβδούλος

#6
Μιτζνούρ

στο αβανάκης

Επανέρχομαι. Τελικά δεν υπάρχει στο Τανάχ. Δεν το έχει ούτε ο Gesenius. Άρα έκανα λάθος.
Υπάρχει όμως το αβανιά, απάτη, δολιότητα. 'Μου έκανες αβανιά' = με εξαπάτησες, μου έκανες πουστιά.

#7
Μιτζνούρ

στο αβανάκης

Η λέξη είναι αρμενικό δάνειο μέσω της τουρκικής, όπου είναι κοινή και σημαίνει ανόητο, βλάκας. Πιθανότατα η κυριολεξία της να είναι γάιδαρος ή κάποιο είδος γαϊδάρου. Ως κάποια ράτσα υποζυγίου απαντά και στην περσική, αλλά είναι αρμενική.

Είχα την εντύπωση ότι απαντά στο Τανάχ (Παλαιά Διαθήκη) ως όνομα ή τίτλος κάποιου πέρση αυλικού, αλλά δεν κατόρθωσα να την εντοπίσω. Δεν μπορώ να καταλάβω πώς. Αβανακα είναι στο Τανάχ το όνομα του σημερινού ποταμού Ναχ(α)ρ Μπαραντα της Δαμασκού, αλλά δεν έχει σχέση. Λυπάμαι που δεν είμαι λυσιτελής

#8
Μιτζνούρ

στο μπαργομούνα

Βράστα προς Βίκαρ - Καλό!
Εγλω θα το έλεγα ευρηματικό. Αλλά το παράδειγμα με κάνει και μελαγχολώ: Τόσο λίγες γυναίκες υπάρχουν γύρω μας;
Γιατί ξέκωλη σερβιτόρα ή ξώβυζη μπαργομούνα... όταν μπορούμε να έχουμε το δικό μας;
Και μιλάω από το ύψος (ή το βάθος) των 67 μου χρόνων!

Α! Μην το δει ο Χότζας! Στη ανάγκη σβήστε το!

#9
Μιτζνούρ

στο όλα εν σοφία εποίησε

Το δάνειο από τους ψαλμούς. τα πάντα εν σοφία εποίησας (διότι απευθύνεται στον Θεό). Φυσικά χρησιμοποιείται ως πληθωρική καταφατική έκφραση, είτε για το Θεό, ως σχόλιο, π.χ. μιλάει κάποιος για τον ήλιο, ότι ''αν ήταν πιοκοντά στη γη θα την έκαιγε'' κσι κάποιος συμφωνεί και λέει '' τα πάντα εν σοφία εποίησε'' δηλ. ''μπράβο του Θεού''. Ή συμβαίνει κάτι, π.χ. πάει να μας χτυπήσει αυτοκίνητο κι εκείνη τη στιγμή κάτι ερίεργο συμβαίνει και τη γλιτώνουμε, και λέμε τη φράση με τη σημασία ότι υπήρξε θεϊκή παρέμβαση και σωθήκαμε. Επίσης χρησιμοποιείται χαλαρά, προς κάποιον που έκανε κάτι καλό, σα να του λέγαμε 'μπράβο παιδί μου / μπράβο μάγκα μου'

Βέβαια, μορφολογικά δεν είναι slang, όμως χρησιμοποιείται σε καταστάσεις τέτοιες όπως μια έκφραση slang, οπότε μπορεί να θεωρηθεί ΩΣ ΠΡΟΣ ΤΗ ΧΡΗΣΗ SLANG. Και ξαναβγαίνει στην επιφάνεια το πρόβλημα που δεν έχουμε ακόμα αντιμετωπίσει σοβαρά, ΤΙ ΕΙΝΑΙ SLANG. Πάντως η εξέλιξη της γλώσσας είναι μια ενδογενής ιδιότητά της και δεν αποτελεί εκφυλισμό. Μπορεί να μην αρέσει στους φιλολόγους αλλά η γλώσσα δεν δημιουργήθηκε για το μουσείο ούτε για τους παπύρους. Δημιουργήθηκε για να καλύψει επικοινωνιακές ανάγκες και λειτουργεί κάτω από τις περιστάσεις που της δημιουργούν οι ανάγκες αυτές. Αυτό σημαίνει ότι ο χρήστης της γλώσσας δεν ενδιαφέρεται για τη φιλολογική ή την ετυμολογική ορθότητα αυτού που λέει, εφόσον γίνεται κατανοητός. Οπότε κάνει φιλολογικά λάθη (λάθη που θεωρούνται τέτοια με βάση τους κανόνες που διαμόρφωσαν οι φιλόλογοι) αλλά δεν είναι λάθη ως προς την επικοινωνία, εφόσον την εξυπηρετούν. Άλλωστε και οι φιλόλογοι διαμορφώνουν τους νόμους με βάση τη γλώσσα που συναντούν στο στάδιο εξέλιξής της που έτυχε να γεννηθούν.

Πάντως η ιδιότητα μιας λέξης που τη λέμε slang, δεν είναι μορφολογική αλλά χρηστική. Αν μάθεις πως κάποιος δικός σου ήταν άρρωστος κι έγινε καλά και πεις 'δόξα τω Θεώ', δεν είναι slang. Αν όμως σου πει η γυναίκα σου 'δεν κόπηκε το ρεύμα αλλά κάηκε η λάμπα' και της πεις 'δόξα τω Θεώ που το κατάλαβες, εγώ στο είχα πει' είναι slang κατά τη χρήση. Αυτό σημαίνει ότι όλες αυτές οι λίγο επιπόλαιες χρήσεις των λέξεων κώλος και μουνί στο site δεν είναι πάντα slang. Slang δεν είναι οι λέξεις που όταν τις λέγαμε μικροί η μαμά μας μας έβαζε πιπέρι στο στόμα αλλά ο τρόπος που τις χρησμοποιούμε.

Και για την ιστορία, εμένα μου έβαλαν πιπέρι στο στόμα επειδή κάτι είπα. Θυμάμαι το γεγονός αλλά δε θυμάμαι τι είπα. Συνεπώς δεν διορθώθηκα

Φιλάκια στην ενεργή παρέα

#10
Μιτζνούρ

στο ολοκαίνουργιος

Και Άννα Θαλασσινή

#11
Μιτζνούρ

στο ζατίμ

zat = άτομο, πρόσωπο. zatım = άνθρωπέ μου! Ζατίμ άδεια είχε πει ότι θα έπαιρνε... σημαίνει (σ' ελεύθερη εννοιολογική απόδοση): Μα, βρε παιδί μου... αφού θα έπαινε άδεια!
Ψήφισα το λήμμα και τον ορισμό, διότι η ετυμολογία δεν περιλαμβάνεται.

#12
Μιτζνούρ

στο σουχλίστρα

ψήφισα θετικά τη λήμμα και τον ορισμό, αλλά όχι την προέλευση της έκφρασης. Πιθανώς ο tzagos να το έχει ακούσει έτσι, αλλά πρέπει μάλλον να το έχει συσχετίσει λανθασμένα. Τα τσιγκλάω, σιγλάω, σουγλάω... μέχρι και σιμπάω σημαίνουν ενοχλώ ή ανακατεύω από μακριά, όπως ακριβώς κάνουμε στο τζάκι για να αναζωπυρωθεί η φωτιά (σιμπάω - με κάτι που είναι μακρύ γι ανα μην καούμε), ή χρησιμοποιούμε κάποιο μακρύ αντικείμενο για να ενοχλήσουμε, ενεργοποιήσουμε, διεγείρουμε κ.ο.κ. Επομένως μια σουχλίστρα ή σουγλίστρα, με τα λόγια της, άμεσα ή έμμεσα με υπαινιγμούς, μπορεί να κάνει όλα αυτά τα κακά και την αναστάτωση που περιγράφει ωραιότατα ο tzagos στον ορισμό του. Υπάρχει δε και το (τ)σιγ(κ)λίν στην Κύπρο, ένα μυτερό ξύλο, συχνά εφοδιασμένο με καρφί στην άκρη, για να τσιγλάνε τα ζώα (βοοειδή ή γαϊδούρια) να προχωρήσουν. Πιθανώς το τσιγκλίν να μην είναι κυπριακή ιδιαιτερότητα, αλλά το ξέρω από κάποιο ανέκδοτο σχετικά μ' άναν πονηρό κύπριο που ζητούσε τσιγκλί σε κάποιο μεγαλοκατάστημα του Λονδίνου. Και όταν τον ρώτησαν τι το θέλει... απάντησε: Μα έχει τόσες γυναίκες εδώ γύρω!

#13
Μιτζνούρ

στο κουτσούνα

Πρώτον: έγραψα κουκουνάρι < κόκκος και πιθανώς κάποιος να κάνει ένσταση θέλοντας το κουκουνάρι < κωνάρι < κώνος (τα πεύκα, κυπαρίσσια κ.ο.κ. λέγονται κωνοφόρα επειδή ο καρπός τους μοιάζει με κώνο). Αλλά η λέξη κώνος δεν μπήκε ποτέ στο δημώδες λεξιλόγιο, παρά τα συναφή του χώνω, χωνί, χουναβιά (= χαράδρα), χώστρα (=κρυψώνα), χωσιά (= ενέδρα), το δε 'κωνοφόρον' είναι επιστημονικός νεολογισμός. Με το κουκουνάρι < κόκκος συμφωνεί και ο Μπ., αν και το ανάγει παράλληλα στο κόκκων (του κόκκωνος) τον κόκκο του καρπού της ρογδιάς, που προφανώς είναι η ίδια λέξη. Ανετυμολόγητο παραπέρα.
Δεύτερον - Ironick! κουτσούνα - καλαμπόκι και κούκλα και ό,τι άλλο πασσαλοειδές (με τα παρεπόμενά του). Φυσικά εννοείται ολόκληρος ο καρπός (αυτό που ψήνει ο καστανάς) και όχι τα σπόρια. Ο καρπός αυτός επιστημονικά (Γεωπονική, Φαρμακολογία του 19ου αι.) λέγεται καυλός, εξ ου παρέπονται τα γνωστά.

#14
Μιτζνούρ

στο Άιρα και Κάιρα

Γντουπ! Ένσταση!
Το Ἀιρα - Κάιρα σημαίνει (ή σήμαινε αρχικά) 'σε πάρα πολλά μέρη'. Τον πήγε στα Άιρα και Κάιρα για να του δείξει ένα σπίτι!

Είναι εμφαντική παραλεξία, όπως το η Σάρα και η Μάρα (και το κακό συναπάντημα), και δεν έχει καμιά σχέση με το Βουενος Άιρες. Η τουρκική το αναγνωρίζει ως μορφολογική δομή.
Η ελληνική χρησιμοποίησε άλλο τρικ. βλ. κακεπίκακος, φαυλεπίφαυλος, βλακεπίβλαξ

#15
Μιτζνούρ

στο αϊποντιά, ipodιά

Το γνωστό μού είναι άγνωστο! Έτσι δεν πρόκειται να το κρεμάσω στο λαιμό.

#16
Μιτζνούρ

στο κουτσούνα

Ironick με πρόλαβες! Ως λήμμα και ορισμός Ο.Κ
(Καλός και πληροφοριακός και ο betatzis... δε λέω).... but

Αν δεν έβρισκα το λήμμα σου, θα έκανα 'πρόσκληση εκδήλωσης ενδιαφέροντος' στο Δημόσιο Πρόχειρο. Με πρόλαβες για έξι μέρες. Χαλάλι σου!

Όλα όσα λέει ο betatzis, έστω και χωρίς να έχω αρμοδιότητα, να επιβεβαιώνω.
Αλλά άλλο η μια κουτσούνα και άλλο η άλλη. Απλώς συνέπλευσαν... και συνευρέθησαν για να μας ταλανίσουν ετυμολογικά.

Η κουτσούνα = γυναίκα (κατ' επέκταση οι κούκλες, που παλιά ήταν όλες θηλυκές, οι γυναικείες φιγούρες του Καραγκιόζη, και κατ' επέκταση όλες οι φιγούρες, καθώς και οι κούκλες του κουκλοθεάτρου και οι 'κούτσες' από σημασιολογική βράχυνση, των παραδοσιακών αρτοποιών) < κοκώνα, λέξη βυζαντινή, δάνειο από την καρτβελική (γεωργιανή του Καυκάσου) კოკონი kokoni = μεγάλη κυρία. Από εδώ και το επώνυμο Κοκώνης.

Η δεύτερη κουτσούνα (στον Ερωτόκριτο η Αρετούσα μιλάει για 'κουτσουνάρι' εννοώντας τη δημόσια κρήνη, το πηγαίο νερό που διαμόρφωναν με ανάγλυφα κλπ). Φυσικά, και το γυναικείο χαϊδευτικό 'κουτσούνα' μπορεί να προέρχεται από αυτή τη δεύτερη σημασία, με την έννοια της δροσερής, της πηγής της ζωής κ.ο.κ. Η λέξη είναι απλώς παραφθορά του κουκούνα / κουκουνάρι, με την ίδια λογική που τα αρχαία λουτρά ονομάζονταν βαλανεία, επειδή το ακροφύσιο του νερού έμοιαζε με βάλανον -βελανίδι. Προφανώς κάποιοι άλλοι το παρομοίασαν με κουκουνάρι (κι αυτό < κόκκος). Φυσικά από εδώ πηγάζει και το γνωστό 'τσουτσούνι' (με το συμπάθειο, που λένε).

  • Άλλο γεωργιανής προέλευσης επώνυμο είναι το 'Λάσκαρις' < ლაშქარ lashkar = στρατιώτης
    ** σημασιολογική βράχυνση λέγεται η βράχυνση μιας λέξης όταν τα ενδιάμεσα στοιχεία της δεν λένε τίποτα (ετυμολογικώς) στον χρήστη, είτε επιδή δεν έχει ευαισθησία, είτε επειδή έχει άγνοια είτε επειδή είναι δάνειο. Συνήθως επιβιώνει η τονιζόμενη συλλαβή ενώ η αρχή και το τέλος της νέας λέξης εξαρτώνται από τις φωνητικες ιδιαιτερότητες της γλώσσας του χρήστη π.χ. Istambul / Stambul < Κωνσταντινούπολη, bagno < balneum < βαλανείον.
#17
Μιτζνούρ

στο μπουκούνι

Στην Αργεντινή, που το έκαναν σε μεγάλη έκταση λόγω ΔΝΤ, τους αποκάλεσαν εγκληματίες, επαναστάτες κ.ο.κ. επειδή δεν κάθησαν να πεθάνουν της πείνας που τους επέβαλαν. Και στο τέλος τους πέταξαν πλαστά 'μπουκούνια' και τους διέλυσαν.

#18
Μιτζνούρ

στο ακουμπέτι

Γιατί δεν είναι slang; Το βρίσκω πολύ σπουδαίο.

#19
Μιτζνούρ

στο κουκοσάλι

Κακοσάλι σημαίνει χαλάζι στην Κρήτη και σε άλλα νησιά, Κάσσο, Κάρπαθο, επειδή προκαλεί καταστροφές. Αποτελεί επιστένωση της σημασία της φράσης κακός σάλος, δηλαδή καταστροφική θύελλα, με ή χωρίς χαλάζι.

#20
Μιτζνούρ

στο σκοτωμένος

Yes but! Τα χρώματα αλλοιώνονται ως προς τα συστατικά τους (οπότε αλλάζουν ή σβήνουν) ή φθείρονται επιφανειακά ή αποπίπτουν, οπότε λεπταίνει το πάχος τους και 'μιλάει' το υπόστρωμα. Βέβαια δεν μπορεί να υπάρξει κανόνας που να λέει αυτό το μπλε είναι σκοτωμένο και το άλλο είναι ξεβαμμένο ή ψόφιο. Από τις σημασίες των λέξεων 'σκοτωμένο ' και 'ψόφιο' θα μπορούσε κανείς να πει ότι ταυτίζονται. Το 'ξεβαμμένο' σημαίνει μάλλον φθορά στο ίδιο το χρώμα, όχι αλλοίωση του συστατικού του, έννοια που αποδίδεται μάλλον με τους δυο προηγούμενους όρους, αγγλικά fading.
Στα γαλλικά υπάρχει η κατάληξη -âtre, π.χ. bleuâtre γι' αυτό που λέμε ελληνικά: μπλεδίζει.
Η λέξη πλακάτο σημαίνει, στην τυπογραφία τουλάχιστο, χρώμα που είναι απολύτως ομοιογενές, κάποτε απαιτούνταν ειδική μήτρα -σφραγίδα γι' αυτό σε αντίθερη προς το ράστερ, που γίνεται κοκκωδώς, όπως στη φωτογραφία.

#21
Μιτζνούρ

στο ρουξούνι

Μέχρι τώρα το έλεγα επιστόνιο ή απορροή, ανάλογα με το τι εννοούσα. Το ρουξούνι (ίσως και ρουχούνι) που πιθανό να έχει σχέση με το 'ροή / ρέω' είναι πολύ καλή λέξη (και για γενική χρήση). Σλανγκ δεν είναι, αλλά επικοδομητικό είναι (το λήμμα). Πάντως χρειάζονται κι αυτά.

#22
Μιτζνούρ

στο ελλαδέμπορας

Έχω ακούσει, όχι κανονικό ελληνόπληκτο, που έχουν και το καλαμπούρι τους, ότι Amaterasu προέρχεται από το 'η μητέρα σου'. Τον ρώτησα 'ποιον αιώνα οι ιάπωνες πήραν τη λέξη 'μητέρα σου' που είναι ομολοποιημένη καθαρεύουσα της δεκαετίας του 50' αλλά δε μου απάντησε επί του θέματος. Μου είπε πως είμαι άσχετος, αστοιχείωτος, κατσαπλιάς, λακκές των αμερικάνων, των εβραίων και των κομμουνιστών μαζί. Η Amaterasu είναι σιντοϊστική ηλιακή θεότητα. Γκουγκλίστε τη για τα περαιτέρω. Είναι ενδιαφέρουσα περίπτωση

#23
Μιτζνούρ

στο μοντάρω

Δεν ξέρω αν δε μιλάω σωστά, αλλά νομίζω ότι ανεβάζοντας ένα λήμμα που έχει και σλανγκική και μη σλαγκική υφή (η έκφραση 'σλανγκική υφή ' είναι εύρημα και μπράβο του Jesus) πρέπει ν' αποσαφινίζονται και οι δυο, ιδίως όταν η λέξη είναι δεν πολύ κοινόχρηστη.
Τουλάχιστο να γίνεται κάποια μνεία της βασικής σημασίας στα παρεπόμενα του ορισμού ή σε 'αυτοσχόλιο' αμέσως μετά το λήμμα. Αυτό θα διευκολύνει τους mod στο τελικό σουμάρισμα του υλικού.

Μοντάρω α) συναρμολογώ μηχάνημα ή συσκευή β) τοποθετώ εξάρτημα σε μηχάνημα ή συσκευή. ΑΝΤΙΘ: ξεμοντάρω

#24
Μιτζνούρ

στο πανιάρω

Εννοείς ότι η Αννίτα είναι η σάλτσα; Και πού είναι το πιάτο;
Πιάτο, εκ του piato, εκ του plato* είναι κάτι αβαθές, άρα έχει πάτο. Πιάτο άπατο δεν υπάρχει! Το πιάτο πρέπει να έχεο πάτο. Αν δεν έχει πάτο, τότε τι πιάτο είναι; Η Αννίτα δεν έχει πάτο, αν και για μερικούς είναι ο πάτος (ΠΡΟΣΟΧΗ: η λέξη πάτος δεν έχει πάντα την ίδια σημασία! Άλλο 'είναι πάτος' και άλλο 'είναι στον πάτο'). Εκτός αν έχει και κάτι αβαθές. Ξέρει κανείς το αβαθές της Αννίτας;

#25
Μιτζνούρ

στο αλβανιάζω

Όντως η έκφραση τότε ήταν: Μ' έκανες / έγινα φιλιππινέζα - δε θα γίνω η φιλιππινέζα σου κ.ο.κ. Απλώς το 'αλβανιάζω' είναι μονολεκτικό.

#26
Μιτζνούρ

στο αλβανιάζω

Jesus, σε συγχωρώ γιατί είσαι νέος. Φιλιππινέζες ήταν από το 1970 περίπου και μετά. Πριν ήσαν από τη Σάμο, τη Σύρο και την Εύβοια. Σπανιότερα και από την Κρήτη (όταν ήμουν 6 χρονώ, δηλαδή το 1950). Χαίρε!

#27
Μιτζνούρ

στο αλβανιάζω

Γειά σας παιδιά!

Κερατάς και ζημιωμένος είναι ταυτολογία. Έτσι κι αλλιώς ο κερατάς είναι ζημιωμένος. Αντίστοιχη με το λήμμα είναι μια άλλη έκφραση: Και σε κερατώνουν, και τους πληρώνεις!

#29
Μιτζνούρ

στο μετζίτι

Εξαιρετικό. Και το παράδειγμα γνήσιο.

#30
Μιτζνούρ

στο αλβανιάζω

Υπήρχε κάποτε, περιθωριακά μάλλον και σε κάποιους κύκλους μόνο, η ειρωνική έκφραση 'αυτός γαλλίζει' για κάτι τύπους που μιλούσαν πολύ γαλλικά, παραλέγανε pardon ή merci με προφορά κ.ο.κ. Υπήρχε όμως και σε μη σκοπτική μορφή το γαλλίζει η γερμανίζει με τη σημασία 'μιλάει γαλλικά ή γερμανικά'. Βαίβαια, εσχάτως πως, βγήκε και το 'σλαγγίζει' με ανάλογη σημασία.