Γιατρέ μου να προσθέσω συνοπτικά τα εξής. Έως αργά μέσα στον 19ο αιώνα, η ελλάδα ήταν ένα κράτος με τα δημοσιονομικά του σχετικά τακτοποιημένα, ισοζυγιασμένους προϋπολογισμούς κλπ. Υπήρχαν βέβαια τα δάνεια της Ανεξαρτησίας αλλά επειδή τα χρέη δεν αυξάνονταν με εκθετικούς ρυθμούς τα πράγματα ήταν υπό έλεγχο. Η βασική αιτία για τη σταθερότητα αυτή ήταν η μετριοπαθής, όσον αφορά τα χρησιμοποιούμενα μέσα, εξωτερική πολιτική. Ο οθωνισμός μεταχειρίστηκε μεν μια μεγαλόστομη εθνικιστική-αλυτρωτική ρητορική, όμως η όλη φιλοσοφία περί επέκτασης του ελληνισμού ήταν ριζικά διαφορετική: οι όποιες εδαφικές μεταβολές θα γίνονταν με τη συναίνεση των Δυνάμεων και μέσω της διπλωματικής οδού. Κανείς δεν ήταν τόσο ηλίθιος ώστε να νομίζει πως μπορούμε να κοντράρουμε στα ίσα την Τουρκία, η οποία, κατά τας αντιλήψεις της εποχής, θα έπεφτε «σαν ώριμο φρούτο». Είχαμε την πολυτέλεια να το πιστεύουμε αυτό, καθότι οι υπόλοιποι βαλκανικοί εθνικισμοί βρίσκονταν εν υπνώσει, επομένως η ελλάς επρόβαλλε ως ο φυσικός διάδοχος της αυτοκρατορίας. Έτσι εξηγείται και η απουσία ουσιαστικά τακτικού στρατού, ο οποίος, στο βαθμό που υπήρχε, χρησιμοποιείτο περισσότερο για την καταστολή εσωτερικών εξεγέρσεων, βλ. Παπουλάκος κλπ. Σε επαφή με τους τούρκους έρχονταν αντιθέτως οι άτακτοι ληστές του ελληνο-οθωμανικού Militärgrenze, που διενεργούσαν επιδρομές σε οθωμανικό έδαφος και ξεσήκωναν υποτίθεται τους τοπικούς πληθυσμούς, ούτως ώστε να προκληθεί διεθνής παρέμβαση μέσω της δημοσιοποίησης που θα λάμβαναν τυχόν εξεγέρσεις και λοιπές μανούρες. Δεν θα πηγαίναμε με τους ληστές να πάρουμε την Πόλη, αυτό όλοι το ήξεραν.

Η κατάσταση άρχισε να αλλάζει το β' ήμισυ του 19ου αι. και κυρίως απο το 1870 και μετά, με την ανακήρυξη της βουλγάρικης Εξαρχίας. Τότε καταλάβαμε για τα καλά πως στο παιχνίδι διεκδίκησης της οθωμανικής κληρονομιάς δεν ήμαστε μόνοι μας. Οι κυβερνήσεις Τρικούπη ήταν κυρίως αυτές που ανέλαβαν το έργο του εκσυγχρονισμου και της αναδιοργάνωσης του στρατεύματος, εγχείρημα που απαιτούσε τεράστια κεφάλαια. Μόνο με τη συγκρότηση ισχυρού στρατού θα εξυπηρετούνταν η νέου τύπου δυναμική εξωτερική πολιτική, πολύ μακριά πλέον απο τις αντιλήψεις περί διεθνούς διαιτησίας του α' ημίσεως του αιώνα. Αρχίζουν λοιπόν τα τρικουπικά εξωτερικά δάνεια, οι υπέρογκοι φόροι και όλα τα άλλα ωραία. Η απαρχή της δημοσιονομικής κακοδαιμονίας της χώρας ανάγεται σε αυτήν ακριβώς την εποχή, τελευταίο τέταρτο 19ου, και καθόλου πιο πριν. Τότε ήταν που αναγκαστήκαμε να έρθουμε σε συμβιβασμό με τους ξένους πιστωτές για τα δάνεια της Ανεξαρτησίας, προκειμένου να μπορέσουμε να χτυπήσουμε νέα δάνεια.

#2
j.b.

στο όπλο

!

πες τα ρε φίλε, qāḍī στα αραβικά και στα τούρκικα Kadı.

#4
j.b.

στο αύξη

Αυτό το «κουσούρι» να τρώει τις συλλαβές το έχει σε αξιοσημείωτο βαθμό ο Καρατζαφύρερ, χωρίς να τον χαλεί ιδιαίτερα, στο βαθμό που ο λόγος του διακρίνεται για την «προφορικότητά» του. Πάντως μεταξύ δύο κακών, ενός που μιλά υπερβολικά γρήγορα τρώγωντας συλλαβές και ενός που μιλά απελπιστικά αργά σε φάση να βαράς ενέσεις, προτιμότερο το πρώτο.

#5
j.b.

στο ντρογκάκι

Το βλαχομπαρόκ κυριλίκι της ημιθανούς μας νεοπλουτιάς. Έτσι.

Και κάτι GOLD λαθραία που διακινούνται τελευταία με 1 ευρώπουλο είναι γλυκόπιοτα και αρκούντως τίμια για την τιμή τους, βάλιου φορ μόνεϋ ένα πράμα... Το μόνο ζήτημα είναι οτι δε σταυρώνεις σοβαρή γκόμενα αν κυκλοφορείς μ' αυτά, είναι μόνο για κατ' οίκον χρήση στις ώρες πάνω απο το pc... για έξω μαλμπουράκι είναι ό,τι πρέπει.

Eίπα:

«Το σημερινό οικοδομικό, αφ' ης στιγμής Καρέλια Κασετίνα κάνουν πλέον ελάχιστοι, είναι το κλασικό Μάλμπουρο κόκκινο.
Οι περισσότεροι όταν λένε μάλμπορο εννοούν το λάιτ.»

Αυτό που μάλλον σε μπέρδεψε ήταν η χρήση ιτάλικς στο οικοδομικό. Τοποθετήθηκαν μόνο για έμφαση, για τίποτ' άλλο. Κατ ατ άλλα ήμουν ξεκάθαρος. Είπα: «το σημερινό οικοδομικό είναι το μάλμπουρο κλπ». Δεν είπα: «σήμερα οικοδομικό λέγεται το μάλμπουρο κλπ» Ήταν σαν να είχα πει π.χ. «τσιγάρο γυναικείο είναι το ντάβιντοφ με άσπρο φίλτρο κλπ. Ελπίζω να κατάλαβες :-)

Θα σου διευκρινίσω οτι θες υπό την προϋπόθεση οτι θα απαντήσεις και συ στα ερωτήματα που σου έθεσα πιο πάνω.

Eισέρχεσαι σε μια λογική συμψηφισμού με το να λες οτι, εφόσον κάποιοι χρήστες αντάλλαζαν μεταξύ τους μεταμοντερνιάρικα σεντόνια, έχω και γω δικαίωμα να παίζω e-σφαλιάρες με τους παλιόφιλούς μου σε έναν χώρο που δεν υφίσταται για το σκοπό αυτό (υπάρχει και το msn, skype κττ).

2ον, αντιφάσκεις με τον εαυτό σου. Στο προηγούμενο ποστ είπες σωστά κτγμ οτι οι συζητήσεις δίνουν ένα γενικότερο γλωσσικό περιβάλλον κλπ. Ορισμένοι αντιλαμβάνονται την αργκό με τα εργαλεία του «μεταμοντερνισμού», δεν νομίζω οτι θες να το απαγορεύσεις κι αυτό. Εφόσον ορισμένοι αντιλαμβάνονται την αργκό με αυτόν τον τρόπο, αυτό κάτι μας λέει για την ίδια την αργκό και δεν μπορείς να το αγνοήσεις, εκτός αν θές να εθελοτυφλείς... Υπάρχουν πολλές εργαλειοθήκες και εννοιολογικά πλαίσια για να πραγματευτεί κανείς την αργκό, περί ορέξεως άλλωστε...

Το ουσιώδες είναι οτι, έστω και με τα εργαλεία της ποστίλας, εξακολουθούμε να παραμένουμε στο χώρο του αντικειμένου μας. Ακόμη κι αν ορισμένοι διαφωνούν με την προσέγγιση αυτή. Εξήγησέ μου όμως το πώς ακριβώς παραμένουμε on topic με τις ανταλλαγές χαριτωμενιών και ημότικονς και «συνωμοτικών» poke μεταξύ παλιόφιλων. Εδώ πλέον δεν τίθεται θέμα σωστής ή λάθος προσέγγισης. Απλά βγαίνουμε εκτός θέματος.

3ον, μην αποπροσανατολίζεις τη συζήτηση. Οι τσαμπουκάδες και οι χαρακτηρισμοί κατά προσώπων είναι καταδικαστέα από όλους. Παραβιάζεις ανοιχτές θύρες με το να το επαναλαμβάνεις, τη στιγμή που το διακύβευμα της κουβέντας είναι άλλο.

  1. Οι συζητήσεις και οι βερμουδιές έχουν την αξία τους και τη γοητεία τους, αφού, όπως λέει ο τζίζους, ο πιθανός μελετητής συνάγει το κοινωνιογλωσσικό υπόβαθρο και τα ρέστα. Πχ εγώ βρίσκω πολύ ιντρίγκουινγκ τους ιαμβικούς δεκαπεντασύλλαβους της Σαμπρίνας ή παλιότερα του Λιονταριού.

  2. Φυσικά και είναι αδύνατο να καθοριστεί ποιος έχει το παπικό αλάθητο να διαγράφει άσχετα σχόλια, υπάρχουν όμως καραμπινάτες περιπτώσεις παντελώς άσχετων χαριεντισμάτων, όπως εδώ καλή ώρα, με ανταλλαγές ημότικονς και λοιπές χαριτωμενιές και πειραγματάκια. Αυτά κτγμ δεν προσφέρουν απολύτως τίποτα, αντιθέτως είναι δυνατό να δώσουν την εντύπωση σε κάποιον που μπαίνει πρώτη φορά στο σάη οτι εδώ απλά κάποιοι κάνουν την πλάκα τους και να τον αποθαρρύνουν απο το να συνεχίσει. Τι είδους κλικ είναι δυνατό να κάνει βρε βίκαρ μου στον χ μελλοντικό χρήστη ένα :Ρ ;; Σε τι ακριβώς θα τον εμπνεύσει;

  3. Σωστός βίκαρ όταν λές οτι κάποια «σχετικά» σχόλια προκύπτουν από οτινανικά, πρέπει όμως να τίθεται κάποιο όριο. Από ανταλλαγές ημότικονς και λοιπά τηλεγραφικά σε στιλ φεϊσμπουκικών poke μεταξύ παλιόφιλων, δεν νομίζω πως είναι σε θέση να προαχθεί οποιαδήποτε συζήτηση ή συμβολή σε έναν ορισμό.

  4. Αντιθέτως, μέσα από σχόλια προκλητικά έως και τζοραΐστικα έχουν προκύψει στο παρελθόν εξαιρετικά ενδιαφέρουσες συζητήσεις. Αυτό δεν το λέω ως επιχείρημα υπέρ της μη διαγραφής υβριστικών, προκλητικών κλπ, αν και εδώ επίσης το όριο μεταξύ υβριστικού και μη υβριστικού είναι συχνά εξαιρετικά ασαφές και νεφελώδες.

#11
j.b.

στο παγκαλέων

βασικό που ξεχάσατε είναι χρυσοχοΐδης = γκόλντον / Goldon. Από προκηρύξεις της 17Ν και μετά διαδόθηκε

Θα πρότεινα στη θρυλούμενη νέα έκδοση του σλανγ.γρ να ληφθεί υπόψη η πρόταση να διαγράφονται εντός ευλόγου διαστήματος σχόλια παντελώς άσχετα με τον ορισμό, π.χ. εν προκειμένω τα σχόλια galadriel-punkelisd-knasos-galadriel, 12-13/9/11.

Tα ξεκρέμαστα οτινανικά σχόλια δεν είναι φυσικά το μεγάλο πρόβλημα της ανθρωπότητας, είναι όμως σπαμίζοντα και δημιουργούν σύγχυση και αποπροσανατολισμο σε κάποιον που τυχόν θέλει να σχολιάσει επί της ουσίας. Ευχαριστώ.

#13
j.b.

στο Νόμος του Μέρφι

  1. Aν ο Νόμος του Μέρφη ίσχυε πράγματι, τότε απλά αυτός ο κόσμος δεν θα είχε δημιουργηθεί ποτέ και ο άνθρωπος ουδέποτε θα είχε κάνει την εμφάνισή του.

  2. Ίσως όμως, αν το αντιστρέψουμε, η εμφάνιση του ανθρώπου, το γεγονός οτι απλά υπάρχουμε ριγμένοι σ' έναν κόσμο που δεν τον διαλέξαμε, είναι η υπέρτατη επιβεβαίωση του Νόμου του Μέρφη.

#14
j.b.

στο Μπιγκ Μακ

+++++++++++++++

#15
j.b.

στο λεωφόρος Σπατών

Aδερφέ κάνε μου τη χάρη και ξαναδιάβασε προσεκτικά την τελευταία μου πρόταση. Δεν υποστήριξα καμία θέση, είπα απλώς οτι ο καθείς βγάζει τα δικά του συμπεράσματα.

#16
j.b.

στο λεωφόρος Σπατών

Κομίζουμε κουκουβάγια υπενθυμίζοντες ότι σύμπασα η ύπαιθρος χώρα της Αττικής, η Μεσογαία των αρχαίων εν αντιθέσει προς το (κλεινόν) άστυ, εδέχθη, αρχομένων των 14ου και 15ου αι. και στο εξής, μεταναστευτικά / εποικιστικά κύματα αλβανοφώνων, ηλλοιωσάντων φυλετικώς την δημογραφική εικόνα της, βαθμηδόν δε αφομοιωθέντων πολιτισμικώς καίτοι διαφυλαξάντων άχρι της σήμερον ιδιαίτερα εθνοπολιτισμικά στοιχεία, προεξαρχούσης της γλώσσης των αρμπερέσκ (=«αρβανίτικη», που μπ.δ.γ. εμφανίζει ορισμένες διαφορές σε σχέση με την πιο εξελιγμένη «καθαρεύουσα» αλβανική).

Το τοπωνύμιο Σπάτα, όπως η Λούτσα και έτερα της Μεσογαίας, είναι καθαρά αλβανικό. Η αλβανική γλώσσα βρίθει δισύλλαβων παροξύτονων: Σπάτα, Λούτσα, Γκέκας, Μπούας, Λάλας, μπέσα, Τόσκης, Μπίθα εξετερά εξετερά.

Πλην της πόλεως των Αθηνών (όπου διέμενον επί οθωμανοκρατίας οι «γηγενείς» γκάγκαροι από κοινού με ολίγους τούρκους επί του Κάστρου άκα ακρόπολις) τα χωριά του καζά (διοικητική υποδιαίρεση του οθωμανικού συστήματος κατά τι μικρότερη από σημερινό νομό) ήσαν αμιγώς αρβανιτοχώρια. Το αν αυτό εξηγεί κάποια πράγματα για τα σημερινά ήθη των κατοίκων, όπως περιγράφονται στον ορισμό του κου Ζάκκεως, είναι ζήτημα προσωπικής οπτικής.

#17
j.b.

στο δρόμικο

Συγγνώμη αν απογοητεύω, πάντως η λέξη δεν είναι ούτε καινούργια ούτε λεξιπλασία ούτε τπτ σχετικό. Είναι καθ' όλα δόκιμη, με μια απλή καταβίβαση του τόνου: δρομικός, -ή, -ό. Τώρα αν με πείτε πως όλη η πουτανιά είναι κει σε αυτή την αλλαγή του τόνου, οκ πάσο έχετε ένα πόιντ.

Εν Μπάση περιπτώσει: Δρομικός είναι (τι κάνει νιάου-νιάου) αυτός που προσιδιάζει σε δρόμο, που ομοιάζει σε δρόμο, που φέρει χαρακτηριστικά δρόμου. Στην αρχιτεκτονική / ναοδομία, δρομικές χαρακτηρίζουμε τις βασιλικές (κτίρια με τονισμένο τον κατά μήκος άξονα, ήτοι μακρόστενα, χρησιμοποιούμενα στους μεν Ρωμαίους ως χώροι δημοσίων συναθροίσεων, δικαστηρίων, αγορών κττ, στους δε χριστιανούς της πρώιμης και όχι μόνο περιόδου ως ναοί, συνήθως ενοριακοί) που θεωρούνται από ένα τμήμα της έρευνας οτι φέρουν δομικά χαρακτηριστικά ρωμαϊκού δρόμου, χωρίζονται δηλ. σε τρία κλίτη δια κιονοστοιχιών (ο αρχετυπικός ρωμαϊκός αστεακός δρόμος διέθετε εκατέρωθεν στοές που στέγαζαν καταστήματα) οι οποίες συνεχίζονται αδιάκοπτα καθ' όλο το μήκος του κτιρίου, απο τον δυτικό ως τον ανατολικό τοίχο, δίχως να παρεμβάλλεται ανάμεσά τους τυχόν εγκάρσιο κλίτος.

#18
j.b.

στο διανοουμενέ

χα χα γιατρέ μου, έτσι όπως είδα αυτό το «γαλλιά» στην αρχή το διάβασα «γυαλιά» και λέω ώπα εδώ είμαστε καιρός ήτανε να μπει κι αυτό το λήμμα «διανοουμενέ γυαλιά» ήτοι διόπτρες μετά σκελετού οστέινου άκα κοκάλινου, που τ' αγαπάνε ο δόκιμος κι οι δυο μαρμαρινοί (ουπς σόρυ αυτό είναι απο άλλο ανέκδοτο) ήθελα να πω που τ' αγαπάνε λούγκρες, λουγκρίζοντες και λοιπές λουκρητίες βοργίες μικροτσούτσουνες αδερφές του ελέους προϊσταμένες βαθιά χωμένες στη ντουλάπα με τη ναφθαλίνη μπουαχαχαχα

#19
j.b.

στο νύχτας

Νύχτας δεν είναι ο απλός ξενύχτης, γλεντζές, κλαμπόβιος, άνιμαλ-πάρτυ (sic) κττ. Ο νύχτας βγάζει το ψωμάκι του απ' τον κόσμο της νύχτας και ωσεκτουτού είναι, κατά το μάλλον ή ήττον, αυτό που λέμε «σκοτεινός» τύπος, ψιλοχοντροχωμένος σε ψιλοχοντροπαρανομίες και τα ρέστα παγωτά. Να μη συγχέεται με το πολυτραγουδισμένο παιδί της νύχτας , είτε στην κρυστάλλειο («παιδί της νύχτας / κορμί χαμένο / σ' άκαρδους δρόμους / πώς περπατάς;») είτε στη μαζωνάκειο εκδοχή του («παιδί της νύχτας είμ' εγώ / δίχως αγάπη είμ' εγώ / και σαν αλήτης τριγυρνάω»), το οποίο ως παιδί (βλ. άσωτος υιός και τα ρέστα) εμπνέει τη λαϊκή συμπάθεια για τα συγγνωστά εντέλει παραστρατήματά του. Ο νύχτας, τύπος συνήθως μάτσο και πολλά βαρύς, δεν εμπνέει τόσο τη συμπάθεια όσο το σεβασμό, ένεκα το ζην επικινδύνως.

Μια τρίτη κατηγορία, σημασιολογικά κάπου ανάμεσα στις δύο προηγούμενες, είναι αυτή του νυχτόβιου, που μπορεί να υπονοεί τόσο τον πελάτη της Νύχτας (θαμών ή/και αιμοδότης μπουζουκλερί και λοιπών καταγωγίων), όσο και εκείνον που βρίσκεται στην «άλλη όχθη» και ζει απ' τον πελάτη. Εξυπακούεται οτι συχνά οι δύο ιδιότητες εναλλάσσονται ή συνυπάρχουν στο ίδιο πρόσωπο.

ΥΓ. Τυπική περίπτωση λήμματος που αν και ακούγεται αρκετά δεν δίνει καθόλου χτυπήματα στο γκουγκλ για ευνόητους λόγους.

#20
j.b.

στο πεσιματίας

Στος, βασικότατη επίσης η πεσιματική, κατά το καταδρομική κλπ. Διαφωνώ ωστόσο καθέτως και οριζοντίως με το οτι «οι προσπάθειες του πεσιματία στέφονται σχεδόν πάντα με επιτυχία». Η πράξη είναι που μετρά, και γενικότερα μια ορισμένη ροπή, μια ιδιοσυγκρασία. Όχι τα αποτελέσματα.

Τέτοιοι όροι όπως πεσιματίας, με χαρακτηριστικό παράδειγμα το μπήχτης χαρακτηρίζονται από θεμελιώδη αμφισημία. Αξιοδοτούνται θετικά ή αρνητικά; Μάλλον υπάρχει μια αμφιθυμία (ambivalence) προς τον δρώντα εκ μέρους του εκφέροντος: ο μπήχτης, ο πέφτουλας κλπ είναι αφενός αξιοθαύμαστοι, διότι έχουν τα νεφρά να διεκδικούν αυτό που τους γυαλίζει, αφεδύο έχουν και κάτι το γραφικό, το εκκεντρικό, το αλλούτερο, είναι ένα είδος σπάνιων φυτών. Υπάρχει μια ειρωνεία σ' αυτούς τους όρους, που συχνά είναι απλώς μια προσπάθεια να κρύψει ο εκφέρων την αμηχανία του, τη ζήλια του ίσως για κάτι που ο ίδιος δεν θα αποτολμούσε ποτέ.

Εξαιρετικό λήμμα πλην ιστορικής κυρίως αξίας. Το σημερινό οικοδομικό, αφ' ης στιγμής Καρέλια Κασετίνα κάνουν πλέον ελάχιστοι, είναι το κλασικό Μάλμπουρο κόκκινο. Οι περισσότεροι όταν λένε μάλμπορο εννοούν το λάιτ.

Βέβαια, αφ' ης στιγμής το Μάλμπουρο κοστίζει 4 ευρώπουλα, απευθύνεται σε σχετικά κονομημένους παλιούς μαστόρους, υπεργολάβους ξερωγώ κλπ, κυρίως έλληνες, που έζησαν πριν μερικά χρονάκια τις χρυσές εποχές τους. Αλλοδαποί, μάστορες και μη, και άλλοι φτωχοί, κάνουν λαθραία μάρκα-μ'-έκαψες που προμηθεύονται από πλανόδιους κατά Ομόνοια μεριά.

Να σημειωθεί επίσης πως μάστορες και γενικώς λαϊκές ψυχές προτιμούν για ανεξήγητους(;) λόγους μαλακό πακέτο και όχι σκληρό.

#22
j.b.

στο μπούφος

ναι αλλά ενδιαφέρον

#23
j.b.

στο άπουτσος

Όντως είναι άπουτσα τα αγάλματα. Γιατί όμως;

α) έχουν πέος μικρό ως ανύπαρκτο

ή

β) πολλά δεν έχουν καθόλου πέος διότι στο διάβα των αιώνων τα γεννητικά όργανα αποκόπηκαν όπως π.χ. αποκόπηκε ένα χέρι, ένα κεφάλι ή ένα πόδι.

Πρέπει να είναι το πρώτο. Κι ο διάλογος στο παράδειγμα 2 σκληρός. Όντως, την σήμερον ακόμη και σαν τον Κανόνα του Πολυκλείτου να είσαι οι γυναίκες δε χαμπαριάζουν. Μόνο ψωλή κοιτάνε. Έχουν δε βρει και χρησιμοποιούν πλέον κατά κόρον το εξής τέχνασμα για να καταλαβαίνουν ποιος την έχει βαριά (έχει παίξει και στα Σκερτσάκια στην τηλεόραση): όταν γνωρίσουν κάποιον και τις έχει στο ψήσιμο, αρχίζουν εντέχνως να πετάνε αναφορές σε πρώην τους που την είχαν τόσο μεγάλη ώστε πόναγαν, ή οτι γενικά για να ικανοποιηθούν θέλουν από τόσο και πάνω αλλιώς δεν καταλαβαίνουν τίποτα, ή ξερωγώ οτι ο τάδε τυπάς (που συνήθως τον πλασάρουν ως γνωστό ή και καλά απλό φίλο) ακούγεται οτι την έχει φίδι και άλλα τέτοια ωραία. Και κόβουν αντιδράσεις απο τον πέφτουλα κι αναλόγως κρίνουν και προχωρούν. Συνήθως αν δεν υπερθεματίσεις («τι να κλάσει ρε ο τάδε, εγώ την έχω 25 πεσμένη») το συμπέρασμα βγαίνει οτι είσαι μικρός. Η σιωπή ή προσπάθεια αλλαγής κουβέντας σημαίνουν οτι την έχεις μικρή. Το ίδιο κι αν της πας κόντρα με πίπες τύπου «η τεχνική μετράει» και τέτοια.

Φυσικά, κουβέντες περί ψωλών που πάνε να ψαρώσουν τον πέφτουλα, τις πιο πολλές φορές σημαίνουν πολύ απλά οτι η γκόμενα θέλει να σε ξεφορτωθεί και ποντάρει στο οτι θα νιώσεις ανεπαρκής και θα την κάνεις με ελαφρά. Αντιθέτως, αν μια γυναίκα γουστάρει και ψήνεται ΠΟΤΕ δεν θα φέρει τη συζήτηση σε μεγέθη, καθότι το 95% των αρσενικών, είτε μεγάλη την έχει αντικειμενικά είτε όχι, νομίζει οτι υστερεί. Είχα περίπτωση φίλου που την είχε σαν τον μπουκάλι της κοακόλα κι επειδή δεν την είχε συγκρίνει ποτέ ως τα 35 του νόμιζε πως όλες οι πούτσες είναι έτσι.

O Richard Wolin (Η Γοητεία του Ανορθολογισμού: Το ειδύλλιο της διανόησης με το φασισμό, από το Νίτσε στους μεταμοντέρνους, εκδ. Πόλις) οπωσδήποτε θα έβρισκε τον όρο εξαιρετικά ενδιαφέροντα. Η ανάδυση νεοδεξιών λόγων από τη δεκαετία του ογδόντα και δώθε έχει μπερδέψει τους μελετητές της ευρωπαϊκής ακροδεξιάς που αισθάνονται αμηχανία όσον αφορά την απόδοση ενός ακριβούς χαρακτηρισμού στα νέα φαινόμενα και τη διασαφήνιση της σχέσης τους με τον ιστορικό φασισμό αλλά και τον παλινδρομικό, «νοσταλγικό» νεοφασισμό των δεκαετιών ΄50, '60 άντε και λίγο '70 (για τας Ευρώπας). Παρόμοιους προβληματισμούς εκφράζει και ο ιοβόλος Δημήτρης Ψαρράς, Το κρυφό χέρι του Καρατζαφέρη: η τηλεοπτική αναγέννηση της ελληνικής ακροδεξιάς, εκδ. Αλεξάνδρεια.

O Wolin γενεαλογεί τον αυταρχικό-αντιδραστικό λόγο από την εποχή των αντιδιαφωτιστών πολεμίων της Γαλλικής Επανάστασης τύπου Ντε Μαιστρ και φτάνει ως τις εκλεκτικές συγγένειες με τους μεταμοντέρνους Ντεριντάδες, μπωντριγιαρέους, περνώντας φυσικά από Μωρράς, Νίτσε και φυσικά Χάιντεγγερ, το ιδίωμα του οποίου έχει συχνά χαρακτηριστεί ως η πεμπτουσία της θολούρας και της ταυτολογίας.

#25
j.b.

στο χουντόσκυλο

πολύ πρόχειρα ας ορίσουμε το -σκυλο ως α) επιτατικό μιας μάλλον αρνητικής ιδιότητας: χουντοσύνη και χουντόσκυλο, ιταλοσύνη (αυτά που λέγαμε πριν για μετροσεξουλική καφρίλα) και ιταλόσκυλο
β) συνώνυμο του -όβιος, δλδ οτι κάποιος είναι θαμώνας κάπου, ξερωγώ σκυλί της παραλίας-παραλιόσκυλο, ήτοι τεμπελχανάς που λιάζει τον πάτο του ολημερίς στη μπλαζ και βαράει τη ρακέτα και κάνει το τζόβενο κλπ

#26
j.b.

στο ξύλινη γλώσσα

ο τζιζους έχει δίκιο, πολλά απο τα παραδείγματα π.χ. αυγό του φιδιού, τροϊκανοί, περήφανα γηρατειά κλπ, είναι απλώς στερεότυπα, ή συνθήματα, ή εμπίπτουν στην κατηγορία «καινούργιο κοσκινάκι μου και πού να σε στολίσω» προκειμένου για και καλούα έμπειρες «μαγκιόρικες» εκφράσεις πολιτικών τύπου λαλιώτικο «σκληρό ροκ» κλπ. Άλλο στερεότυπο και άλλο ξύλινος λόγος. Ακουμπάνε σε κάποια σημεία αλλά είναι διαφορετικά πράγματα. Εγω προσωπικά τον ξύλινο λόγο τον αντιλαμβάνομαι ως γραφειοκρατικό τεχνικό discours, που δια της εξειδίκευσης παράγει αποκλεισμούς και χαράσσει οριοθετικές γραμμές ανάμεσα στους «μέσα»-«γνώστες» και τους «απέξω»-«άσχετους» που αναμένεται να ψαρώσουν απο τη χρήση. Να μια καραμπινάτη διαφορά: ο ξύλινος λόγος δημιουργεί αποστάσεις και λειτουργεί μέσω του ψαρώματος, ενώ τα στερεότυπα χαϊδεύουν τ' αυτιά του λαουτζίκου και λειτουργούν με ένα λαϊκιστικό τρόπο.

#27
j.b.

στο χουντόσκυλο

δεν το 'ξερα οτι ζαμπέτας και κωνσταντάρας έχουν σταμπαριστεί για δεξιάρες, ντάξει φαίνονταν πως δεν ήταν αριστεράντζες αλλά αγνοούσα οτι αναπαράγεται τέτοιο ντίσκουρς. Βασικά αν το καλοσκεφτείς όλος ο εμπορικός κινηματόγραφος του εξήντα και εβδομήντα είχε μια εσάνς χουντιάς καθότι πρόβαλε ψευδεπιγράφως την σάνι σάιντ οβ λάιφ τη στιγμή που στη μπουμπουλίνας βάραγε ο μάλλιος κι οι βασανιστές και στην ιταλία γύριζαν νεορεαλιστικά κουλτουριάρικα βαρετά αριστουργήματα.

#28
j.b.

στο χουντόσκυλο

αυτό το -σκυλο ως βου συνθετικό ίσως πρέπει να καταχωριστεί αυτοτελώς, αν δεν έχει ήδη. Το καλοκαίρι έπαιξε πολύ το ιταλόσκυλο, για τους εκ της γείτονος που κατέκλυσαν τα ωραία μας νησιά (Αναγνωστάκης) παράγοντας θόρυβο και καφρίλα πασπαλισμένη με ναρκισσιστικό παντοφλάτο μετροσεξουαλισμό.

#29
j.b.

στο ελλαδέμπορας

Γεώργιος Σκληρός. Για τις τυπολογικές διακρίσεις μεταξύ δυτικοευρωπαϊκού φιλελεύθερου αντι-παρτικουλαριστικού εθνικισμού και κεντροευρωπαϊκού / ανατολικοευρωπαϊκού «πολιτισμικού» εθνικισμού, καθώς και την ιδιαιτερότητα της ελληνικής περίπτωσης, βλ., εκτός του Χότζα, και Π.-Ν. Ι. Διαμαντούρος, «Ελληνισμός και Ελληνικότητα», στο Δ. Γ. Τσαούσης (επιμ.), Ελληνισμός - Ελληνικότητα. Ιδεολογικοί και βιωματικοί άξονες της νεοελληνικής κοινωνίας, εκδ. Εστία, Αθήνα 1983, σελ. 51-59

#30
j.b.

στο κούκλα η Μαρίτσα!

κρύβε λόγια αχαχαχαχαχαχαχαχααχα