#1
ΣτοΔγιαλοΧτηνος

στο αφού

Σωστή, στραβωμάρα ντιπ, δεν τα 'χα δει. Απλώς έγραψα ο,τι μου κατέβηκε στη γκλάβα.

#2
ΣτοΔγιαλοΧτηνος

στο αφού

Από την άλλη, μάλλον ήμασταν έτοιμοι να ενσωματώσουμε έναν τέτοιο ιδιωματισμό, έχοντας από τους αρχαίους ημών το γάρ.

#4
ΣτοΔγιαλοΧτηνος

στο αφού

Για την πιθανή τουρκ. επιρροή με το αφού στο τέλος της φράσης, ιδού τωρινή χρήση στα τούρκικα με το επειδή (çünkü) στο τέλος. Μεταφράζω κατά λέξη:

Bu fotoğrafa iyi bakın. Önceki gün Şırnak'ta çekildi. Kimse unutmasın, biz unutmayacağız çünkü.

Κοιτάξτε καλά αυτή τη φωτογραφία. Τραβήχτηκε χτες στο Σιρνάκ. Να μην την ξεχάσει κανείς, εμείς δεν θα την ξεχάσουμε επειδή. Εδώ

#5
ΣτοΔγιαλοΧτηνος

στο χεσιά

Η κατάληξη -αριό πρέπει να παίζει γενικότερα, πέραν των γνωστών πουσταριών κλπ. Θυμάμαι από το Παραμύθι χωρίς Όνομα της Π. Δέλτα τη λέξη κοταριό = κοτέτσι.

Μπα, ο πρωτότυπος τίτλος της γαμιστερής αυτής ταινίας είναι lepa sela, lepo gore = pretty village, pretty flame.

#8
ΣτοΔγιαλοΧτηνος

στο πιπιρόλι

Αζτέκος, ντράυ?

#9
ΣτοΔγιαλοΧτηνος

στο έλεος κάπου

Έλεος κάπου ( ντεν έκει έλεος καρντιά μου ).

Και γαμώ! Στα υπόψιν για χρήση.

#11
ΣτοΔγιαλοΧτηνος

στο αγαπάς;

Ευχαριστούμε σε Χαλικού (κι εγώ κ ο διάολος κ το χτήνος).

#12
ΣτοΔγιαλοΧτηνος

στο αγαπάς;

Η πιο συχνή και εμφατική χρήση του παραμένει στην ερώτηση "αγαπάς;" την οποία την απευθύνουν, με λύσσα κακιά προς το κορίτσι που ξετζανώνει και γαμπρίζει, τα υπόλοιπα θηλυκά του περίγυρου (μητέρα, αδερφές, θειάδες, ξαδέρφες, φίλες), όταν ψυχανεμίζονται ότι κάτι τέτοιο εξηγεί την αλλοπρόσαλλη εσχάτως συμπεριφορά της μέχρι πρότινος απονήρευτης κορασίδας. Αν την απευθύνουν αρσενικά (π.χ. πατέρας, αδερφός) έχουμε πρόβλημα.

Εμένα δεν μου καλάρεσε να πάη το παιδί μου σε ξένο χωριό, μα είντα να πης? ο γαμπρός ειν' ετσά που τόνε θέλω...πρέπει πως αγαπηθήκανε κιόλας... (Εδώ διήλθεν επί του προσώπου του χωρικού σκιά και με δυσκολίαν επρόφερε την λέξιν "αγαπηθήκανε", ως εάν ωμολόγει αισχρόν της θυγατρός του παράπτωμα).

Ι. Κονδυλάκης Οτ. Ημ. Δασκ.

Χαλικούτη, άμα σου κάνει κέφι πες μας για κείνο το "πρέπει πως". Λήμμα, σχόλιο, γουατέβα.

#13
ΣτοΔγιαλοΧτηνος

στο χρησοί αβγύ

Το κώμα γουγλίζεται και ως χυσαυγή.

#14
ΣτοΔγιαλοΧτηνος

στο την ακούω

Πανέμορφο φυτό, παρεμπ.

#15
ΣτοΔγιαλοΧτηνος

στο την ακούω

Εμένα δε χρειάστηκε να μου τις ταΐσει άλλος.

#16
ΣτοΔγιαλοΧτηνος

στο την ακούω

Εχει κάτι πιπεριές που γαμάνε μανούλες.

#17
ΣτοΔγιαλοΧτηνος

στο την ακούω

Εγώ θέλω να καταθέσω ότι οι γείτονες Τούρκοι με απογοήτευσαν σφόδρα πριν από κάμποσα χρόνια στη Σμύρνη που ζήτησα σ' ένα μπαχαράδικο το πιο καυτερό τους πιπέρι, ελπίζοντας σε κάτι που να το τρως και να παθαίνεις τουλάχιστον καρκίνο. Μου έδωσαν μπούκοβο οι άθλιοι.

#18
ΣτοΔγιαλοΧτηνος

στο χεζουριό

Και καλή μας όρεξη.

#19
ΣτοΔγιαλοΧτηνος

στο χεσιά

Δεν έχω στοιχεία μωρέ, τι σκατά ν' ανεβάσω? Θυμάμαι μόνο μέσες άκρες το ένα κείμενο που μιλούσε μάλλον για στρ. φυλακή ή κάτι τέτοιο με τον κουβά αυτοσχέδιο χεσαριό στη γωνία του κελιού. Θα ανεβάσω το χεζουριό όμως.

#20
ΣτοΔγιαλοΧτηνος

στο χεσιά

Το χεζουριό το ξέρω ως επιθυμία για χέσιμο.

#21
ΣτοΔγιαλοΧτηνος

στο χεσιά

Συνειρμικώς το χεσαριό = καμπινές, που το είχα πετύχει σε καναδυό κείμενα στο απώτερο παρελθόν αλλά δεν το βρίσκω στο νέτι (ευτυχώς, υποψιάζομαι ότι βρομοσκυλάει).

#22
ΣτοΔγιαλοΧτηνος

στο ντημπέη

Γουγλίζεται και ως μπιντέιτ (προφ. < μπιντές).

#23
ΣτοΔγιαλοΧτηνος

στο γαμονήσι

Τουρκ. gam = anxiety, grief, sorrow, worry, dolour, mope.

Παπαροξυσμός = αντώνυμο του παροξυσμού (άσχετο).

#26
ΣτοΔγιαλοΧτηνος

στο γιαβάσης

Ναι, δεν έχω πάει αλλά απ' όσο βλέπω σε γραπτά έχουν εκτεταμένο φάγωμα φωνηέντων στυλ Ρούμελη, πιθ. να προφέρουν και βαριά / στρυφνά και ζορίζει πολύ το πράμα.

#27
ΣτοΔγιαλοΧτηνος

στο γίδιος

#28
ΣτοΔγιαλοΧτηνος

στο γιαβάσης

Όντως, το τσίμπησες στο φτερό. Εκεί λίγο βορείως από σένα είναι, Μυτιλήνη. Χίο δεν παίζει?

#29
ΣτοΔγιαλοΧτηνος

στο γίδιος

Και γειδήσιος = ο στούρνος δημοσιοκάφρος.

#30
ΣτοΔγιαλοΧτηνος

στο γιαβάσης

Η Λενιώ πιά, μεγαλοκυρά, ήρτε στα σύγκαλά της και καμάρωνε το Νικ τόσο, που τον θύμιαζε με Σταυρού λουλούδι μην της τον ματιάσουν, γιατί όλοι αποθαμάζανε το σκύβαλο τούτο που γίνηκε βαρύς νοικοκύρης. Μα πιότερο, πώς κατάφερε να γίνει όσο τόσο γιαβάσης και καλοσύχαρος. Απορούσε κι αυτή. Πού βρέθηκε τόση καλοσύνη μες στο παλιοτόμαρο τούτο, πώς ημέρεψε τ' ανήμερο θηριό? Τι τον έκανε ν' αλλάξει? Η ξενιτιά, το συχνώτισμα με τον κόσμο τον ξένο?

Στρ. Αναστασέλλη "Απανωγότερη" (Κερατοζωή, εκδ. Θεμέλιο 1975)