Κόλπα, ακίνδυνου -θεωρητικά- επιπέδου και χαρακτήρα. Η λέξη προέρχεται απο την ιταλική cerimonia (που με την σειρά της βρίσκει ρίζες στην λατινική caerimonia) που σήμαινε την (θρησκευτική) τελετή. Με την πάροδο του χρόνου και κατόπιν ευρείας χρήσεως στα Επτάνησα, όπου πάμπολλες λέξεις εισχώρησαν στο ντόπιο λεξιλόγιο κατά τις περιόδους της ενετοκρατίας, η λέξη έφτασε να δηλώνει αρχικώς τα αθώα παιδικά κόλπα/πειράγματα και κατόπιν να πάρει την χρήση όπως την ξέρουμε και την χρησιμοποιούμε σήμερα. Δηλαδή, τα πάσης φύσεως τεχνάσματα, ελιγμούς, παγαποντιές προκειμένου να πετύχουμε/αποφύγουμε κάτι.

Συνώνυμα: κόνξες, τσαλιμάκια, κορδελάκια.

  1. Μη μου κάνεις τώρα τσιριμόνιες, άστα αυτά! Θα γίνει έτσι όπως είπαμε, μην με σκας πάλι...

  2. - Τι σου είπε, τελικά ο Βαγγέλης ; - Εεεε, πήγε να μου κάνει κάτι τσιριμόνιες στην αρχή, αλλά τον έβαλα στη θέση του και τα βρήκαμε. Όλα ΟΚ...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

#1
GATZMAN

Ωραίος και τεκμηριωμένος!

#2
acg

Και οχι μονο. Και με 3 ασσιστ! Ακουει ο Ντερτι; Πανε για ΔΠ αμεσα.

#3
GATZMAN

@acg
>Ακουει ο Ντερτι;
Σε λίγο θα εκπέμψει ο ντέρτι. Ντέρτι fm stereo.

#4
jesus

αντίστοιχο νόημα κ στα πορτογαλικά