Ξαναμμένος, -η, -ο (επίθετο) Ετυμολογία: ξανάβω + κατάληξη -μένος Αναψοκοκκινισμένος. Αυτός που έχει ανάψει πάλι και έχει κοκκινίσει.

1) Για τραύματα, αυτό που έχει πάθει φλεγμονή, που είναι ερεθισμένο, φουντωμένο συνώνυμα: πυρωμένος. 2) Αυτός που βρίσκεται σε διέγερση, σε έξαψη.
3) Αυτός που είναι ξεσηκωμένος: «τα πλήθη ήταν ξαναμμένα».
Και το αντίθετα: καταλαγιασμένος.

Αν δείτε στον ύπνο σας πως νιώσατε ξαναμμένος, χωρίς να υπήρχε κανένας εξωτερικός ...

Καλό είναι το όνειρο αν δείτε πως νιώσατε ξαναμμένος από ανηφόρα, ...

Είμαι πολύ ξαναμμένη, θέλεις να κάνουμε τρελλίτσες;

(από ο αυτοκτονημενος, 08/03/09)(από ο αυτοκτονημενος, 08/03/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία