Σύνθετη λέξη από το ουσιαστικό κοράκι (λόγω της μακροβιότητάς του) και την κατάληξη -ζώητος (< ζωή).

Επίθετο «κορακοζώητος, -η, –ο»: που ζει πολλά χρόνια, που φτάνει σε πολύ μεγάλη ηλικία.

Κορακοζώητος (ο): Υπέργηρος.

Άλλες φράσεις με κοράκια: κόρακας κοράκου μάτι δεν βγάζει, όταν ασπρίσει ο κόρακας και γίνει περιστέρι, κορακίστικα (λεκτικός ιδιωματισμός που αναπτύχθηκε επί τουρκοκρατίας), κορακιάζω (διψάω πολύ), μαύρα κοράκια με νύχια γαμψά, κρά ρε κρά (κράξιμο)

  1. Αυτός ο γέρος είναι κορακοζώητος.

  2. Να ζήσετε! Κορακοζώητοι να είστε!

(από Vrastaman, 13/03/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

#1
GATZMAN

H λέξη παίζει και στον Ζήκο