Προέρχονται από τη λέξη κομπλέ (ο πλήρης, συμπληρωμένος, από το γαλλ. complet) και χρησιμοποιούνται ανάλογα την κατάσταση που βρίσκεται ο άνθρωπος.

- Χρήστο πάμε σταθμό; - Μέσα. Σε πόσο;
- Σε 15 λεπτά.
- Ξύδια θα 'χουμε;
- Ναι ρε!
- Κομπλεδάν!

Ο παπουτσωμένος γάτος - και γαμώ τα γκομπλέν (από poniroskylo, 14/03/09)

Σχετικά λήμματα: κομπλέ, κομπλέντερ, κομπλίκι

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

#1
jesus

επίσης κ το κομπλιεδιά κ το προσωπικό πορτογαλίζον κομπλέου

#2
poniroskylo

Ήξερα πριν πολλά χρόνια έναν μεγάλο σε ηλικία άνθρωπο, θεός σχωρέστον, ο οποίος όταν ήταν εντάξει, κομπλέ, π.χ. στα ούζα, εδήλωνε γκομπλέν, γκομπλεντέν - με βαρύ Σαλονικιό, μαγκίτικο αξάν. Το οποίο μου φαινόταν τότε εξαιρετικά αστείο και διότι παρέπεμπε ηχητικά και στα κεντήματα γκομπλέν/gobelin - δηλαδή καμμία σχέση, αλλά τελείως.

#3
GATZMAN

Εχω ακούσει και τη λέξη καρακομπλάν. Πρεπει να 'ναι παρεμφερούς νοήματος.

#4
kits0s

Επίσης "φουλ κομπλέ κομπινεζόν", το άκουγα παλιότερα από αυτοκινητόβιους.