Ο γκέι. «Τρυπιέμαι» σημαίνει (μεταξύ άλλων) μου διαρρηγνύεται η κωλοτρυπίς, οπότε τρύπιος είναι αυτός που έχει χάσει την άλλη παρθενιά.

Άντρας που τον έχει πάρει. Κατά τον Κουρτ Κομπέιν: «Άντρας που δεν είναι τρύπιος, δεν είναι άντρας». Πηγή: Βικάριος.

Να μην συγχέεται με το τρίπιος.

Α μωρέ Λίλιαν, ακόμη με τον τρύπιο τον Πέρι ασχολείσαι;

Στο 0:28. (από vikar, 12/10/12)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία