Οι κόνξες: το σύνολο των συνεχόμενων πεισματικών αντιδράσεων ενός ατόμου, όταν δεν θέλει να κάνει κάτι ή έχει προσβληθεί. Ή, για να εκδικηθεί για κάτι που ήδη έγινε το οποίο δεν ήθελε να γίνει, αλλά το επέβαλαν άλλοι. Πείσμα, αντίδραση, τσιριμόνιες, νάζια, σκέρτσα, καμώματα, τσαλίμια.

Προέρχεται από το αγγλικό φραστικό ρήμα conk out που σημαίνει έπαθε βλάβη και δεν μπορεί να προχωρήσει (για μηχανάκια, αυτοκίνητα).

  1. - Προσβλήθηκε από αυτά που άκουσε και άρχισε τις κόνξες.

  2. - Μην κάνεις κόνξες τώρα (σταμάτα να αντιδράς), θα πας έτσι και αλλιώς!

  3. Με την έννοια της δυσλειτουργίας (ή βλάβης) για συσκευές:
    «Δεν είχε κουμπώσει καλά το καλώδιο firewire με αποτέλεσμα να κάνει κόνξες η σύνδεση».

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

#1
Hank

Πολύ ενδιαφέρουσα ετυμολογία! Δεν είμαι ολότελα πεπεισμένος, αλλά έχει ενδιαφέρον!

#2
poniroskylo

Και όμως, έτσι πρέπει να είναι. Και ο Μπάμπι και το Ιδρ. Τριαντ. αυτή την ετυμολογία δίνουν - πιο συγκεκριμένα, από το τρίτο ενικό του ρήματος it conks. Δηλαδή it conks > ιτ κονξ > κάνει κονξ > κάνει κόνξες.

#3
GATZMAN

Μάθαμε κάτι και σήμερα!

#4
Hank

Αφού συνηγορεί κι η μύτη του Πονηρόσκυλου, tryager παίρνεις το Kavli Prize (με την καλή έννοια) for most interesting etymology!

#5
baznr

Στο εξαιρετικό άσμα ο πασατέμπος (Στίχοι: Γιώργος Γιαννακόπουλος, Μουσική: Μανώλης Χιώτης, ερμηνεία: Στελλάκης Περπινιάδης - Ιωάννα Γεωργακοπούλου ) στην β' στροφή λέει ο ποιητής:

Κάθε σου φίλημα το βρίσκω πια πικρό
Και τον καημό μου δεν μπορείς να τον γλυκάνεις
Μαζί μου έρχεσαι μπαμπέσικο μικρό
Γιατί γυρεύεις κόνξες σ' άλλονε να κάνεις

Είναι προφανές οτι ο όρος χρησιμοποιείται με με την έννοια του «προσπαθώ να προκαλέσω την ζήλια κάποιου άλλου».
Έχουμε δηλαδή μιά περίπτωση δράσης και αντίδρασης.
Κατά την δράση, η πρωταγωνίστρια προσπαθεί να επιδείξει τα προσόντα της και να αποδείξει οτι η αξία της τυχαίνει εμτίμησης.
Κατά την επιδιωκόμενη αντίδραση, το «πρόσωπο» θα πρέπει να αντιληφθεί οτι θα το χάσει το κελεπούρι αν δεν εκδηλώσει το πρέπον ενδιαφέρον.

Ετυμολογικά μάλλον προέρχεται από την αγγλική σλανγκ conk η οποία μεταξύ των άλλων σημαίνει μύτη .
Κάνω τις κόνξες λοιπόν σημαίνει μπαίνω στη μύτη κάποιου, τον κάνω να με αισθανθεί, να καταλάβει την παρουσία μου, να ενδιαφερθεί για μένα, να με ποθήσει.

#6
Fotis Nitsiopoulos

ακκισμούς