1. Χορταίνω υπερβολικά. Συν. μπάφιασα.

  2. Δεν αντέχω άλλο πλέον κάτι, είμαι στα όρια μου. Συν. αγανάκτησα, απηύδησα.

Ετυμολογικά προέρχεται από τα, παρόμοιας σημασίας, τούρκικα biktim ή biktir.

α) Ουφ, μπούχτισα από το πολύ φαΐ. (χόρτασα)

β) –Μπούχτισα από την πολλή δουλειά, πάω για ένα τσιγάρο.(κουράστηκα)

-Με μπουχτίσατε με τις ανοησίες σας, φεύγω! (βαρέθηκα)

-Μπούχτισα! Δεν αντέχω άλλο την πολύ δουλειά και τον μικρό μισθό. Θα ψάξω αλλού για εργασία. (αγανάκτησα)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

#1
GATZMAN

Ωραιος!

#2
dryhammer

Συνώνυμο του 2. -Μπουρουρίζω (είναι λεξικογραφημένο)

#3
patsis

Ευχαριστούμε τον επισκέπτη για την αναφορά του ορθογραφικού (διορθώθηκε). Αγαπητέ επισκέπτα (sic), εδώ μπορείς πανεύκολα να γραφτείς και να συνεχίσεις να προσφέρεις!