Χορταίνω υπερβολικά. Συν. μπάφιασα.
Δεν αντέχω άλλο πλέον κάτι, είμαι στα όρια μου. Συν. αγανάκτησα, απηύδησα.
Ετυμολογικά προέρχεται από τα, παρόμοιας σημασίας, τούρκικα biktim ή biktir.
α) Ουφ, μπούχτισα από το πολύ φαΐ. (χόρτασα)
β) –Μπούχτισα από την πολλή δουλειά, πάω για ένα τσιγάρο.(κουράστηκα)
-Με μπουχτίσατε με τις ανοησίες σας, φεύγω! (βαρέθηκα)
-Μπούχτισα! Δεν αντέχω άλλο την πολύ δουλειά και τον μικρό μισθό. Θα ψάξω αλλού για εργασία. (αγανάκτησα)
3 σχόλια
GATZMAN
Ωραιος!
dryhammer
Συνώνυμο του 2. -Μπουρουρίζω (είναι λεξικογραφημένο)
patsis
Ευχαριστούμε τον επισκέπτη για την αναφορά του ορθογραφικού (διορθώθηκε). Αγαπητέ επισκέπτα (sic), εδώ μπορείς πανεύκολα να γραφτείς και να συνεχίσεις να προσφέρεις!