Ετυμολογία του τσαμπουκά: < τουρκικό çabuka (που έχει καταδικαστεί ξανά).
Χρήσεις και σημασίες της λέξης:
τσακωμός, καυγάς, φασαρία: Μας πουλάει τσαμπουκά.
κατ’ επέκταση ο μάγκας, ο νταής, αυτός που με τη συμπεριφορά του ψάχνει ή προκαλεί καυγάδες:
Ο πιτσιρικάς ήταν μεγάλος τσαμπουκάς.προκλητική μάγκικη συμπεριφορά, μαγκιά, νταηλίκι, ζοριλίκι:
Έξω από το καφενείο έγινε τσαμπουκάς.
Πάει γυρεύοντας για τσαμπουκά.επουλωμένες πληγές, συνήθως από ξυράφι, στα χέρια ή και στο πρόσωπο:
Τα μπράτσα του ήταν γεμάτα τσαμπουκάδες.
Εκφράσεις: «κόβω τον τσαμπουκά» και «σπάω τον τσαμπουκά»: κάνω κάποιον να χάσει το ηθικό του, την εμπιστοσύνη στον εαυτό του και στις δυνάμεις του.
Για τα παραπάνω, πηγή Βίκυ-λεξικό.
Τώρα, μια άλλη πολύ ενδιαφέρουσα προέλευση της φράσης είναι η εξής: τσαμπουκάς λεγότανε και λέγεται από τους ειδικούς (π.χ. συλλέκτες) η μοναδική μεγάλη, μακρόστενη και περίτεχνη χάντρα του κομπολογιού, μέσα από την οποία περνάνε οι δυο άκρες τής αλυσίδας ή του κορδονιού για να ενωθούν στην άλλη άκρη και να καταλήξουν ή όχι σε κροσσωτά στολίδια.
Λέγεται πως το να σπάσει σε καποιανού μάγκα το κομπολόι ο τσαμπουκάς, πήγαινε να πει πως δεν ήταν και τόσο μάγκας και, πιο πολύ ακόμα, να του τον σπάσουνε ήταν μεγάλη προσβολή. Εξ ου και η έκφραση.
Σήμερα λέει, κάποιοι που έχουν καλά κομπολόγια εισάγουνε χειρουργικά στον τσαμπουκά μεταλλικές ράβδους για να μη σπάει (από φίλο συλλέκτη).
- Καλά καλά μου τον έκοψε το τσαμπουκά ο προϊστάμενος φίλε, και άμα είχα και μπαγλαμά, κι αυτόν θα μου τον έσπαγε....
7 σχόλια
Vrastaman
Πάρα πολύ ενδιαφέρουσα τροπή πήρε ο ορισμός, τον «τσαμπουκά» του κομπολογιού τον ήξερα σαν «παπά».
GATZMAN
Πράγματι!
knasos
Κι εγώ πριν κανά μήνα έμαθα τα πάντα για τα κομπολόγια και τις χάντρες αλλά αυτό τώρα το έμαθα :)
GATZMAN
Εχεις πάει σε μουσείο κομπολογιού;
knasos
Όχι, συνάντησα 2 γκουρού του κομπολογιού! (Εντελώς τυχαία)
GATZMAN
Μάλλον είναι καλύτερα έτσι,ε;
Hank
Απλά σπεκ! Καταπληκτικό λήμμα- ορισμός!