Ετυμολογία του τσαμπουκά: < τουρκικό çabuka (που έχει καταδικαστεί ξανά).

Χρήσεις και σημασίες της λέξης:

  1. τσακωμός, καυγάς, φασαρία: Μας πουλάει τσαμπουκά.

  2. κατ’ επέκταση ο μάγκας, ο νταής, αυτός που με τη συμπεριφορά του ψάχνει ή προκαλεί καυγάδες:
    Ο πιτσιρικάς ήταν μεγάλος τσαμπουκάς.

  3. προκλητική μάγκικη συμπεριφορά, μαγκιά, νταηλίκι, ζοριλίκι:
    Έξω από το καφενείο έγινε τσαμπουκάς.
    Πάει γυρεύοντας για τσαμπουκά.

  4. επουλωμένες πληγές, συνήθως από ξυράφι, στα χέρια ή και στο πρόσωπο:
    Τα μπράτσα του ήταν γεμάτα τσαμπουκάδες.

Εκφράσεις: «κόβω τον τσαμπουκά» και «σπάω τον τσαμπουκά»: κάνω κάποιον να χάσει το ηθικό του, την εμπιστοσύνη στον εαυτό του και στις δυνάμεις του.

Για τα παραπάνω, πηγή Βίκυ-λεξικό.

Τώρα, μια άλλη πολύ ενδιαφέρουσα προέλευση της φράσης είναι η εξής: τσαμπουκάς λεγότανε και λέγεται από τους ειδικούς (π.χ. συλλέκτες) η μοναδική μεγάλη, μακρόστενη και περίτεχνη χάντρα του κομπολογιού, μέσα από την οποία περνάνε οι δυο άκρες τής αλυσίδας ή του κορδονιού για να ενωθούν στην άλλη άκρη και να καταλήξουν ή όχι σε κροσσωτά στολίδια.

Λέγεται πως το να σπάσει σε καποιανού μάγκα το κομπολόι ο τσαμπουκάς, πήγαινε να πει πως δεν ήταν και τόσο μάγκας και, πιο πολύ ακόμα, να του τον σπάσουνε ήταν μεγάλη προσβολή. Εξ ου και η έκφραση.

Σήμερα λέει, κάποιοι που έχουν καλά κομπολόγια εισάγουνε χειρουργικά στον τσαμπουκά μεταλλικές ράβδους για να μη σπάει (από φίλο συλλέκτη).

- Καλά καλά μου τον έκοψε το τσαμπουκά ο προϊστάμενος φίλε, και άμα είχα και μπαγλαμά, κι αυτόν θα μου τον έσπαγε....

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

#1
Vrastaman

Πάρα πολύ ενδιαφέρουσα τροπή πήρε ο ορισμός, τον «τσαμπουκά» του κομπολογιού τον ήξερα σαν «παπά».

#2
GATZMAN

Πράγματι!

#3
knasos

Κι εγώ πριν κανά μήνα έμαθα τα πάντα για τα κομπολόγια και τις χάντρες αλλά αυτό τώρα το έμαθα :)

#4
GATZMAN

Εχεις πάει σε μουσείο κομπολογιού;

#5
knasos

Όχι, συνάντησα 2 γκουρού του κομπολογιού! (Εντελώς τυχαία)

#6
GATZMAN

Μάλλον είναι καλύτερα έτσι,ε;

#7
Hank

Απλά σπεκ! Καταπληκτικό λήμμα- ορισμός!