γαμήδια, γαμίδια

Τα γαμήδια *ειναι *το απροσδιόριστα μακρινό, και συνεπώς μη προσεγγίσιμο μέρος, αναφορικά με τον παρατηρητή, τη δεδομένη στιγμή.

Η δυσκολία προσέγγισης των γαμηδίων, δεν σχετίζεται τόσο με το απόλυτο μέγεθος της απόστασης, όσο με άλλους, περισσότερο σχετικούς παράγοντες, όπως:
- χρονική προθεσμία σε σχέση με την απόσταση, που καθιστά αδύνατη την διαβίβαση
- άλλοι υποκειμενικοί παράγοντες

Συνήθως συναντάται κάτω από ένα ευρύτερο πλαίσιο γκρίνιας και απροθυμίας.

Ετυμολογικά, προκύπτει από το πασίγνωστο ρήμα γαμάω - ώ, και την κατάληξη -(ή)ίδι (πληθυντικός -ίδια), που χρησιμοποιείται ώστε να δημιουργήσει ένα ουσιαστικό, με υποτιμητική όμως συνήθως έννοια, ακριβώς ορισμένο ως ελάσσον του κανονικού.

  1. - Ρε μαλάκα Κώστα... Το χάσαμε το καράβι γαμώ τον ύπνο σου... Πού να προλάβουμε να φτάσουμε σ' ένα τέταρτο, το λιμάνι είναι στα γαμήδια!...

  2. - Πώπω φιλενάδα, άκυρο το ραντεβού, έχω πιει τις μπύρες μου κι έχω αράξει ωραία στη ζέστη μου... πού να τρέχω να σε συναντάω τώρα στα γαμήδια...

βλ. και γαμίδι

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

#1
Vrastaman

Αυτοσλανγκοαναφορικά, υπάρχουν και τα γαμύδια.