Κρυφοκοιτάζω (κυρίως γυναίκες γυμνές ή την ώρα που γδύνονται).

Ο Μιχαλάκης; Μέγας Μπανιστιρτζής! Όπου παραθυρόφυλλο αυτός κολλούσε το μάτι στις γρίλιες μπας και κατάφερνε να μπανίσει καμία να γδύνεται.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

#1
Vrastaman

Έχει ξανακαταχωρηθεί 2 φορές, Τοτινά, αλλά μη σε μέλλει, μα τον Τουτατή, συμβαίνει σε όλους μας!

#2
GATZMAN

Κι είναι όμορφο να την ξαναμπανίζει κανείς

#3
patsis

Το μπανίζω πήρε τη σημασία που δίνουμε σήμερα από το ουσιαστικό «τα μπάνια», επειδή παλαιότερα, πριν τα λεγόμενα μπεν-μιξ (τα μικτά μπάνια), οι άνδρες κρυφοκοίταζαν από μακριά τις γυναίκες. Μπάνιζαν κι έτσι «έκοβαν τα μπάνικα θηλυκά». Νίκος Βαρδιάμπασης, Ελευθεροτυπία, 27/07/2002. Βλ. το πλήρες άρθρο εδώ.

#4
Galadriel

Διατου-μπανίζω γυναίκα τούμπανο (είπε και έπεσε νεκρή από την εγκεφαλική υπερπροσπάθεια).

#5
vikar

Ο κυρ-Σαράντ απέκλεισε την προέλευση απ' τα μπέν-μίξτ (απ' την ίδια πηγή που χρονολόγησε και το ρεμπέτικο πρίν το 1870). Δείτε εδώ.