Αυτός που αντί για χέρια έχει μανταλάκια. Χρησιμοποιείται ιδιαίτερα για αθλήματα και παιδικές αθλοπαιδιές για τους διάφορους δεντηβρίσκοβιτς, που δεν μπορούν να χρησιμοποιήσουν τα χέρια τους, ιδίως σε μπάσκετ, βόλευ, bitch volley κ.τ.ό.

- Πιάσ' τη μπάλα ρε μανταλάκια! Μανταλάκια έχεις στα χέρια σου ρε παράλjυτε;

Βλ. και παράλjυτος, παρμένο

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία