Το ερειπωμένο, το ετοιμόροπο, το σαράβαλο. Κυρίως για αντικείμενα, αλλά και για ανθρώπους (σπανιότερα).

Τρεις ετυμολογίες ερίζουν για την πατρότητα της λέξεως.

  1. από το Ομηρικόν επίθετον καρφαλέος που σημαίνει ξηρός, χωρίς χυμούς, οπότε και

Κάρφος=το μικρό και ξερό κομάτι ξύλου
Κάρφη και καρφίον=το ξύλινο καρφί
Καρφόω=καρφώνω
Κάρφαλος=το άχρηστο ξερό ξύλο

Στην πιο πάνω ετυμολογική ερμηνεία η αντικατάσταση του κ με το χ (κ-γ-χ, ουρανικόληκτα) και του φ με το β (π-β-φ, χειλεόφωνα), είναι συνηθισμένη στην γλώσσα, οπότε και προκύπτει το χάρβαλος εκ του κάρφαλος.

  1. Κατά τον Γ. Χατζιδάκι, η λέξη χάρβαλον είναι μεσαιωνική και παράγεται με αντιμετάθεση των συμφώνων από την λέξη χάλαβρο, η οποία με την σειρά της ετυμολογείται από το αρχαίο επίθετο χαλαβρός, που είναι παράλληλος τύπος του χαλαρός.

  2. Κατά τον Δ. Σκαρλάτο, χάρβαλο = ξεσκισμένο ύφασμα και την ετυμολογεί (με αντιμετάθεση) από το μεσαιωνικό χάραυλον = βράχος απόκρημνος φαγωμένος υπό των κυμάτων.

  1. - Το είδες το σπίτι του Νώντα;
    - Ναι, σκέτο χάρβαλο είναι.

  2. - Ρε συ, το αυτοκίνητό σου έχει καταντήσει χάρβαλο πια.

  3. - Πονάνε τα γόνατά σου, η μέση σου, τα χέρια σου. Χάρβαλο κατάντησες, καημένε!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

#1
GATZMAN

Μύρια σπέκια για τον ορισμό και τους παραποτάμους του.

#2
Vrastaman

Ditto! Άψογος ο παίκτης!

#3
xalikoutis

βλ. και τα σχόλια στη χαρχάλα

#4
Βασίλης-7

Παίδες η λέξη δεν είναι καθαρόαιμη σλανγκ.
Δεν γνωρίζω το «ποιοτικό» της επίπεδο τα χρόνια του μεσαίωνα, αν δηλαδή οι λόγιοι την αντήλλασσον με την λέξη ετοιμόροπον.
Στα νεώτερα χρόνια όμως έχει μάλλον υποβαθμιστεί και κλίνει προς την λαϊκή αργκώ. Δεν θ' ακούσεις κανέναν «γραμματιζούμενο» να λέει χάρβαλο αντί για ερείπιο.
Είναι και οι ετυμολογίες της, ειδικά η νο.1, πολύ αξιόλογες, οπότε της έδωσα μια θέση στον σλανγκοήλιο :)