1. Κλητική προσφώνηση, σαν να λέμε στα ελληνικά «τρόπος για να φωνάζεις κάποιον», τονιζόμενη όταν απευθύνεσαι:
  • Σε κάτι που ζυγίζει 1000 κιλά (ποσότητα του ενός τόνου), δυνητικά και έναν χοντρό άθρωπα. Π1.
  • Σε ένα ψάρι τόνο. Π2.
  • Σε έναν τόνοαπ' αυτούς που μπαίνουν στις λέξεις πάνω από φωνήεντα για να δείξουν ποια είναι η συλλαβή με την έμφαση. Π3.

    1. Αντωνυμία («τον») με αύξηση («-ε») ως γλωσσικός ιδιωματισμός (τον χάνει - τονε χάνει, ρώτησέ τον - ρώτησέ τονε). Σε αυτή την μορφή συναντάται συχνά:
  • Σε λαϊκές ρήσεις. Π4, 5.

  • Σε μαντινάδες κι άλλες στιχουργικές μορφές και άσματα. Π6.
  • Σε λογοτεχνικούς ιδιωματισμούς που απαγγέλλονται στα γήπεδα, αλλά ασφαλώς έχουν προεκτάσεις και στην καθομιλουμένη (μπινελίκι). Π7, 8.

Π1 - χοντρή:
Χοντρή από απέναντι αναφωνεί: Γιατί παρκάρετε παράνομα σκατόπαιδα, θα φωνάξω την αστυνομία!
Σκατόπαιδα: Ου ρε τόνε!!! Θα μας κλάσεις τα παπάρια θειά!!!

Π2 - ψάρι: Ψαράς κυνηγάει τόνους στο πέλαγο και αναφωνεί (στα ψαρίσια): - Έμπα στην κοιλίτσα μου καλέ μου τόνε.

Π3 - τόνος γραφής: Μες, κατά το μοντάρισμα, κρατάει το κεφάλι της απελπισμένη και αναφωνεί: - Αχ βρε τόνε, τόνε σε ποιο «πώς» είπε η iron να σε βάλω, στο ερωτηματικό ή στο αναφορικό, φακ!

Π4 - λαϊκή ρήση: «Καλώς τονε κι ας άργησε».

Π5 - λαϊκή ρήση: «άντρα θέλω, τώρα τονε θέλω».

Π6 - άσμα: Πέντε χρόνια δικασμένος μέσα στο Γεντικουλέ, από το πολύ σεκλέτι το 'ριξα στο ναργιλέ, φύσα ρούφα τράβα τονε, πάτα τονε κι άναφ' τονε.

Π7 - μπινελίκι: «Θα τονε γαμήσω τον γαμιολόπουστα».

Π8 - γήπεδο: «Μην τον βρίζεις μωρέ, αφήνεις και σε μπριζώνει ο κάθε καραγκιόζης, μην του απαντάς ρε Τάκη, άσ' τον, μάγκα τονε κάνεις, δεν το καταλαβαίνεις;»

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

#1
Hank

Και να μην ξεχνάμε συναφώς τον Στελάρα με την υπέροχη ρίμα:

Να σου δώσω μια να σπάσεις αχ βρε κόσμε γυάλινε,
και να φτιάξω μιαν καινούρια κοινωνία άλληνε.

Το άσμα απαγορεύτηκε την εποχή εκείνη, γιατί το «κοινωνία άλληνε» θεωρήθηκε αθεοαναρχοκουμμουνιστοσυμμορίτικο. Σήμερα θα θεωρείτο απλώς αντιφεμινιστικό («και στης γυναίκας την καρδιά να βάλω λίγη μπέσα...»)

#2
GATZMAN

Ολα τα αστέρια του ντουνιά στο λήμμα σου να μπούνε!

To...αναφωνεί (στα αρκουδικά), όλα τα λεφτά!

Ε ρε το τσιτουράτο Π3 (Μόνιμα ξεχνάω αυτόν τον τόνο στο κεφαλαίο. Στο σχολείο πάντως είχα εφαρμόσει το άτονο σύστημα. Μια φιλόλογος μου την έλεγε σχετικά...Μεγαλώνοντας ακολουθώ πιο συντηρητική γραμμή).

#3
GATZMAN

Και ένα λογοπαίγνιο σχετικό με το τόνερ των εκτυπωτών Laser. Τόνερ εκτυπωτών=τόνος+ νερό->κονσέρβα τόνου σε νερό.

#4
Galadriel

αχαχα τονοσαλάτα με τόνερ λέιζερ (υγ μήδι διορθωθέν).

#5
vikar

Ίσως να το είδα και σε κάποια 'π' τις γραμματικές που παίζουν, ίσως απλά σε κάνα βιβλίο (που δέν είν' υποχρεωμένο ν' ακολουθεί συγκεκριμένη γραμματική) --στο Τρίτο Στεφάνι μήπως;... Τέ'ς πά', θυμάμαι οτι αυτά τα γράφεις και άτονα: τονε, τηνε. Τουλάχιστον, όταν βρίσκονται μετά 'π' το ρήμα (και είναι δηλαδή εγκλιτικά): τράβα τονε, πάτα τονε κι άναφ' τονε (άλλο τώρα άν στο συγκεκριμένο παράδειγμα οι συλλαβές τονίζονται στο τραγούδι).

Όταν δέ η αντωνυμία βρίσκεται μπροστά 'π' το ρήμα, υπάρχει και η θεώρηση οτι το περίεργο αυτό έψιλον προέρχεται απο (εσφαλμένη) χρονική αύξηση του ρήματος(!): θα τον εγαμήσω (εγάμησα), μάγκα τον εκάνεις (έκανα). Προσωπικά δέν μ' αρέσει η τελευταία αυτή θεώρηση η ενοποίηση πού 'χει και η Μές στο μυαλό της μου φαίνεται συνεπέστερη αλλα είπα να το επώ μιά και το εθυμάμαι τώρα.

...

Νά, πλάκα-πλάκα είδατε;! Στο ουδέτερο δέν λειτουργεί η θεωρία της αύξησης... Ενώ αν ήταν αρσενικό πιχί, θα κολλούσε πιό εύκολα: /tonethimame/ (τονε θυμάμαι), αλλα όχι /toethimame/ (το εθυμάμαι).

#6
poniroskylo

Το λέω με μια μικρή επιφύλαξη αλλά αυτό το στο τέλος της αντωνυμίας τον, μήπως ανήκει στα νότια ιδιώματα; Επάνω δε νομίζω να το λέμε. Ή λέμε τον, χωρίς τίποτε, ή, αν νιώσουμε την ανάγκη να προσθέσουμε φωνήεν, προσθέτουμε -α, όχι -ε. Ας πούμε, τα παραδείγματα της mes εγώ θα τα έλεγα ως εξής:

Π4: «Καλώστονα κι ας άργησε».

Π5: «Άντρα θέλω τώρα τον θέλω».

Π6: Αυτό το ίδιο, γιατί είναι τραγούδι. Αλλά εγώ θάλεγα «πάτα τόνα (κάτω)« ενώ η mes π.χ. θάλεγε »πάτα τόνε (χάμω)«

Π7: «Θα ντόν γαμήσω τον γαμιολόπουστα».

Π8: «Μην ντον βρίζεις μωρέ, αφήνεις και σε μπριζώνει ο κάθε καραγκιόζης, μη του απαντάς ρε Τάκη, άσ' τονα, μάγκα τόν κάνεις, δεν το καταλαβαίνεις;»

Σε ό,τι αφορά την πρώτη χρήση του τόνε, την κλητική, εκεί δεν υπάρχει διαφορά. Και στη Βόρεια Ελλάδα οι αρκούδες επίσης λένε »έλα, τόνε«.

#7
vikar

Νομίζω βασικά οτι αυτό το έψιλον εξηγείται απλά ώς ευφωνικό --και κολλάει φυσικά μετά το νί καταπερίπτωση, όπως γίνεται και με το νί στο τρίτο πληθυντικό των ρημάτων (για παράδειγμα, θέλουν εξήγηση αλλα θέλουνε λεφτά).

Ώς βορειοελλαδίτης, διασυμφωνώ με πονηρόσκυλο.

Απ' τη μιά, έχουμε καί το άλφα ώς ευφωνικό, αλλα καί το έψιλον. Ενδιαφέροντες τύποι είναι πιχί αυτήνα, αλλα και αυτήνανε και αυτήνηνα. Το δέ άντρα θέλω τώρα τονε θέλω, ποτέ δεν τό 'χω ακούσει χωρίς το έψιλον.

Απ' την άλλη, οι αρκούδες όντως έτσι λένε.

#8
BuBis

αλλά και τονέ = το ναι (p.x. πες μου αγάπη μου το ναι) γι αυτούς που μιλάνε ανορθόγραφα.

#9
vikar

Αυτό που έγραφα επάνω για το άτονο του τονε (πάν άνιντέντεντ), τό 'χω παρατηρήσει σε πολλά βιβλία στο μεταξύ. Σε προσεγμένες εκδόσεις, ακόμη και σε πολυτονικά κείμενα, η πρακτική είναι να τα αφήνουν άτονα (ώς εγκλιτικά).

#10
jesus

απ' την άλλη, θείο (κ απαντώ στο προπροηγούμενο σχόλιο), οι αρκούδες χέζουν στο δάσος. εσένα για φλωρούμπα σ' έκοψα.

#11
Galadriel

Τζίζα!; Τί εννοείς!; Παίζει να χέζει και σε λεκάνη τουαλέτας;!;!

#12
electron

αυτές οι αρκούδες, μάλλον.

#13
Galadriel

Εγώ τον έχω εμπιστοσύνη τον βίκα, σο πάνε οι τόνοι από το μισό το τόνε. Βίκα μοντ δεν είσαι; Γιατί δεν κάνεις την δουλειά σου να διορθώσεις τα αδιόρθωτα, α;

#14
dryhammer

Π2. Οι αρκούδες κυνηγάνε σολομούς στο ποτάμι. Τόνους (tuna) έχει μόνο στο πέλαγο.