1. Τρώω γκομενάκι. Το φιστικώνω. Το γράφω στον κατάλογο με τις κατακτήσεις. Από το ιταλικό colazione = κολατσιό, τσιμπολόγημα.

  2. Δαγκώνω κάποιον / κάποια στο πορτοφόλι. Του / της τσιμπολογάω χρήμα.

  1. Το έχεις κολατσίσει το μωράκι;

  2. Άσε μαλάκα, δεν κολατσίζεις εδώ, είναι καβουρομάνα ο τύπος.

Μετά το κολατσιό, ακολουθεί η κανονική μάσα (από Marco De Sade, 01/05/09)...Φτάνει μη σου κάτσει τίποτα τέτοιο στο λαιμό (από Marco De Sade, 01/05/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

#1
ο αυτοκτονημενος

και τη περιλαμβανει το κυριως πιατο μετα τοκολτσιο ;;

#2
Marco De Sade

XXX με πολλά μπίπ

#3
Hank

Αντιστρόφως, το γκομενάκι μπορεί να πει «κάτι τέτοιους λ.χ. νταγλαράδες/ μαγκίτες κ.τ.ό. τους έχω για κολατσό».

Μπράβο που επανέκαμψες Μαρκήσιε, ήμουν έτοιμος να σε βάλω στον Κύκλο των Χαμένων Σλανγκιστών...

#4
patsis